Το «χρέος» των επιζώντων

«Μήπως θα ήταν καλύτερα να είχα καεί;»

Κανένας δεν την παρεξήγησε. Γνώριζαν πως είχε χάσει τα πάντα. Σπίτι και δύο αμάξια είχαν καεί ολοσχερώς. Σε ένα χαρτί μπροστά της κατέγραφε τα ποσά που θα χρειαζόταν για να τα ξαναφτιάξει. Πρόσθετε, αφαιρούσε, έκοβε από εδώ, έκοβε από εκεί, όμως οι πράξεις δεν έβγαιναν. Ακόμα και να δούλευε μέχρι τα εκατό, δεν προλάβαινε να τα ξαναφτιάξει.

«Μήπως θα ήταν καλύτερα να είχα καεί;» αναρωτήθηκε για δεύτερη φορά φωναχτά.

Η φωνή της αντηχούσε τη σκέψη πολλών ανθρώπων, που έγιναν πρόσφυγες μέσα στην ίδια τους τη χώρα.

Το ίδιο ερώτημα πλανάται ακόμα στη Θεσσαλία, ακούγεται πάνω στα χαλάσματα των σπιτιών.

«Μήπως θα ήταν καλύτερα να είχα πνιγεί;»

Ένα ερώτημα που αλλάζει ανάλογα με την καταστροφή.

Αυτό που παραμένει σταθερό είναι η στάση των κυβερνήσεων: έλλειψη ολοκληρωμένου σχεδίου αντιπυρικής και αντιπλημμυρικής προστασίας, αντιμετώπιση της προστασίας του λαού ως κόστος, φτηνές δικαιολογίες, επικοινωνιακά σόου, αποζημιώσεις ψίχουλα.

«Μήπως θα ήταν καλύτερα να είχα καεί;» αναρωτήθηκε ξανά.

Μια φωνή που έμοιαζε με κραυγή απόγνωσης, που αναζητούσε κάποιον να της πει «ΟΧΙ», να της κρατήσει ζωντανή την ελπίδα.

Γιατί, όσο σκληρό κι αν είναι, η ζωή πρέπει να συνεχιστεί.

Με τους επιζώντες να έχουν ένα επιπλέον «χρέος».

Το περιγράφει τόσο όμορφα ο Τίτος Πατρίκιος στο ποίημα του, το «Σπίτι»:

«Τα σπίτια αν δεν γκρεμιστούν από βομβαρδισμό

αν δεν καούν, δεν πέσουν από σεισμό

κρατάνε περισσότερο από τους ανθρώπους.

Οι άνθρωποι αν δεν σκοτωθούνε στους πολέμους

αν δεν φύγουν πρόωρα από δυστύχημα ή αρρώστια

ζούνε περισσότερες ζωές από τα σπίτια.

Όμως τα σπίτια όσο κι αν κρατήσουν

μένουν βουβά αν δεν υπάρχουν επιζώντες

για να μαρτυρήσουν».

Να μαρτυρήσουν ποια πολιτική ευθύνεται για αυτά που συμβαίνουν. Και να αγωνιστούν για να την ανατρέψουν. Μέσα σε αυτόν τον αγώνα γεννιέται η σπίθα της ελπίδας.

Πηγή: Efsyn.gr