Έναν όμορφο κόσμο, γεμάτο αγάπη και φως. Αυτή είναι η πρώτη αίσθηση που αποκομίζει κανείς διαβάζοντας τα ποιήματα της Ιλιάδας Ανδρόνικου και του Μίλτου Δημουλή. Έναν όμορφο κόσμο, που για να μπορέσεις να τον αγγίξεις, να τον μυρίσεις, να τον αφουγκραστείς, να τον κάνεις κτήμα σου, πρέπει πρώτα «να τον γυρίσεις ανάποδα να γίνει σκοτάδι. Έτσι φτιάχνεις παράδεισο που δεν σε προδίδει». Αυτό γράφει τόσο υπέροχα ο Μίλτος Δημουλής στο ποίημα του με τίτλο «Ευγνώμων».
Γιατί μόνο όταν έχεις αντικρίσει το σκοτάδι, όταν έχεις αδειάσει από όλο το φως, όταν έχεις δει τα πάντα γύρω σου να καταρρέουν, να γκρεμίζονται συθέμελα, μόνο τότε μπορείς να διακρίνεις καθαρά το αληθινό από το ψεύτικο, αυτό που έχει πραγματικά αξία στη ζωή, το ουσιαστικό από το ανούσιο. Και να παλέψεις για αυτό, για να το κατακτήσεις, να το γευτείς, να το ζήσεις, έστω και για λίγο, για μια στιγμή, για μερικά δευτερόλεπτα, ακόμα κι αν ξέρεις από πριν πως είναι κάτι θνησιγενές, ότι δεν θα διαρκέσει για πάντα.
Στο ίδιο μήκος κύματος, προεκτείνοντάς το ίσως και λίγο παραπέρα, η Ιλιάδα Ανδρόνικου γράφει στο ποίημα “In C minor”: «Ακούμπα την οδύνη σε φύλλα δροσιάς». Ο καλύτερος τρόπος για να ξεφύγεις από το σκοτάδι, να αφήσεις πίσω τις οδύνες, τις άσχημες στιγμές και να προχωρήσεις μπροστά, είναι να κάνεις ένα μακροβούτι προς το φως. Όσο πιο μεγάλη η οδύνη, τόσο πιο μεγάλο πρέπει να είναι και το μακροβούτι. Για να πάρεις φόρα και να ανέβεις ξανά στην επιφάνεια, να σταθείς ξανά στα πόδια σου. Δεν είναι εύκολο, όμως αποτελεί την καλύτερη επιλογή που θα μπορούσαμε να πάρουμε.
«Θέλω τα σπουργίτια μου», γράφει στο ποίημα «Συνομιλίες» ο Μίλτος, για να απεικονίσει τόσο γλαφυρά εκείνες τις στιγμές που κρατάμε σαν φυλαχτό μέσα μας, αυτές που μας τροφοδοτούν με δύναμη για να συνεχίσουμε να παλεύουμε, να διεκδικούμε, να σηκωνόμαστε το πρωί από το κρεβάτι και να μπαίνουμε στον στίβο της ζωής. Καθημερινά, από διαφορετική αφετηρία κάθε φορά, ίσως και με διαφορετική οπτική, με μεγαλύτερη ωριμότητα και με περισσότερες προσλαμβάνουσες καθώς μεγαλώνουμε, ψάχνοντας για εκείνες τις μικρές χαραμάδες που νοηματοδοτούν την ύπαρξή μας.
Γιατί τι είναι αλήθεια αυτό που δίνει νόημα στη ζωή μας; Είναι για όλους το ίδιο; Ή υπάρχουν διαφορές από άνθρωπο σε άνθρωπο; Μπορεί να είναι κάτι απλό, μετρήσιμο, καθημερινό ή είναι οπωσδήποτε μια ιδέα μεγαλύτερη, κάτι το υπερβατικό, κάτι πιο ψηλό από το μπόι μας; Και μένει σταθερό; Ή αλλάζει με την πάροδο του χρόνου; Ανάλογα με την εποχή και τις ανάγκες της;
«Στηρίξου και στηρίζομαι», γράφει η Ιλιάδα Ανδρόνικου στο ποίημα «Μαζί – ταξίδι» απεικονίζοντας τη σημασία της αλληλεξάρτησης και της αλληλεγγύης στη ζωή μας, ενώ ο Μίλτος Δημουλής δίνει τη δική του απάντηση στο ποίημα «Άπειρο»: «…δεν είναι τα ποτάμια, ούτε τα πουλιά, ούτε τα δέντρα, ούτε τα βουνά, ούτε οι θάλασσες και οι θύμησες και οι άνθρωποι που ομορφαίνουν τον κόσμο αλλά ο κίνδυνος να καταστραφούν κάποτε».
Ο κίνδυνος να χάσουμε αυτά που έχουμε κατακτήσει, αυτά για τα οποία έχουμε παλέψει, είτε πρόκειται για ανθρώπους «σημαντικούς» που συμβάλλουν στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς μας, που είναι δίπλα μας στις καλές και στις κακές στιγμές της ζωής μας, είτε ακόμα και για «ασήμαντους» που υπάρχουν απλώς για να γεμίζουν τρύπες, κενά της μοναξιάς μας, είτε πρόκειται για μια ακρογιαλιά στην οποία δώσαμε ένα φιλί, για ένα δέντρο όπου γείραμε στον ώμο ενός φίλου και κλέψαμε μετά από μια μεγάλη στεναχώρια, για ένα πουλί που μας ξυπνάει μελωδικά κάθε πρωί, για ένα χόμπι που αποτελεί βαλβίδα αποσυμπίεσης εκεί που νιώθουμε πως έχουμε ξεμείνει από δυνάμεις, όλα αυτά κι ακόμα περισσότερα, ό,τι αποτελεί κομμάτι της μέρας μας, άλλοτε προγραμματισμένο με ακρίβεια γεωδαίτη κι άλλοτε καμωμένο από τύχη, ομορφαίνουν τον κόσμο μας. Ακόμα κι όταν δεν είναι στην πραγματικότητα όμορφος ο κόσμος μας. Γιατί ο κόσμος μας δεν γίνεται όμορφος μόνο επειδή υπάρχει ο κίνδυνος να καταστραφούν κάποτε όλα αυτά που αγαπάμε, γίνεται όμορφος –ίσως και περισσότερο όμορφος– επειδή υπάρχει η ελπίδα να συναντήσουμε ανθρώπους και πράγματα που θα δώσουν μια νέα πνοή στη ζωή μας, μια νέα ουσιαστική αξία στον κόσμο μας. Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης το γράφει τόσο όμορφα, παρότι κάπως απαισιόδοξα: «Κάθε ανθρώπινη ζωή είναι μια αποτυχία. Κανείς δεν μπορεί να κάνει όλα όσα θα ήθελε, επιθυμούσε, ποθούσε ή ήλπιζε. Αν όμως καταφέρεις έστω ένα μικρό ποσοστό να το πραγματοποιήσεις, τότε γεννιέται μέσα σου ένα αίσθημα ικανοποίησης ή τουλάχιστον η ζωή σου δεν πήγε στα χαμένα».
Η ελπίδα και ο φόβος είναι δύο λέξεις, δύο έννοιες, που βρίσκονται σταθερά στο επίκεντρο των ποιημάτων της Ιλιάδας και του Μίλτου, ποιήματα που μιλούν, που περιστρέφονται γύρω από ζωές που «δεν θα πάνε στα χαμένα».
«Στηρίξου στην καρδιά» τιτλοφορείται, άλλωστε, η συλλογή των ποιημάτων τους, μια φράση με την οποία οι δύο δημιουργοί θέλουν να μας κάνουν να εστιάσουμε στον έρωτα, στην αγάπη, στο νοιάξιμο, στη φροντίδα, στην αλληλεγγύη, στην ενσυναίσθηση, στο «Μαζί». Σε αξίες που σήμερα χάνονται ή υποβαθμίζονται μέσα στη χαοτική καθημερινότητα που ζούμε. Που τις υποτιμούμε θεωρώντας τες πολλές φορές δεδομένες ή επισκιάζονται από εγωιστικές ναρκισσιστικές συμπεριφορές.
Μέσα από τον έρωτα, οι δύο δημιουργοί φτιάχνουν αντικατοπτρισμούς του κόσμου μας, δίνουν φωνή σε πάθη, σε συναισθήματα, αφουγκράζονται τις χαρές και τα βάσανα των ανθρώπων. Εικονογραφούν το οικείο, αλλά και το ανοίκειο, το θεμιτό, αλλά και το απευκταίο. Χαρτογραφούν τις σιωπές και τις εντάσεις, αναδεικνύουν τις αντιθέσεις, την ποικιλομορφία και την ευθραυστότητα των σχέσεων. Τα ποιήματά τους μπορεί να διαφέρουν αισθητά μεταξύ τους, στο ύφος, στη μορφή, αλλά και στη γλώσσα που επιλέγουν για να αποτυπώσει ο καθένας τον εσωτερικό του κόσμο, όμως πέρα από τις επιμέρους διαφορές, έχουν έναν κοινό στόχο: να ταρακουνήσουν τους αναγνώστες, να τους κάνουν να δουν τη μεγάλη εικόνα του κόσμου μας, να «στηριχθούν στην καρδιά» ως πρώτιστη επιλογή και όχι ως λύση έσχατης ανάγκης όταν έχουν δοκιμάσει όλα τα άλλα.
«…θα κρεμάσω ανάποδα κάθε ανάσα μου που δεν σε ανασαίνει», γράφει ο Μίλτος στο ποίημα «Ο τόπος με τις κερασιές», ενώ η Ιλιάδα γράφει στο ποίημα «Φρίκη σε φόντο μπλε»: «Έψαξα Θεό που δέχεται θυσίες, με αντάλλαγμα εντάσεις απόλυτες» και αναρωτιέται στο ποίημα «Την Άνοιξη»: «Μπορείς να βυθιστείς εκεί που το γάλα ζυμώνει έρωτα;»
Με την ίδια ένταση που ζητάει η Ιλιάδα να «βυθιστούμε» στον έρωτα, βυθιζόμαστε στα ποιήματα αυτής της εξαιρετικά καλοδουλεμένης συλλογής. Είναι τόσο όμορφη η αίσθηση που σου αφήνουν αυτά τα ποιήματα που αν αρχίσεις να τα διαβάζεις, δύσκολα θα τα αφήσεις. Θέλεις να πας παρακάτω, να διαβάσεις έναν ακόμα στίχο, να νιώσεις αυτή τη γλυκιά μελαγχολία που σου αφήνουν, να αφεθείς σε εκείνη την υπαρξιακή περιδίνηση που σε βάζουν, να προβληματιστείς, να σκεφτείς, να αναρωτηθείς γιατί ο έρωτας συνεχίζει να παραμένει το πιο απλό και συνάμα το πιο περίπλοκο πράγμα στον κόσμο. Γιατί τον αποζητάμε τόσο έντονα, ενώ ξέρουμε πως όταν θα βρεθούμε στις «δαγκάνες» του θα χάσουμε το μυαλό μας, θα γίνουμε άλλοι άνθρωποι, θα χάσουμε τη γη κάτω από τα πόδια μας. Γιατί έχουν προσπαθήσει τόσοι άνθρωποι να τον ερμηνεύσουν, να το εκλογικεύσουν, να τον κάνουν κατανοητό σε όσους δεν τον έζησαν ποτέ, όμως εκείνος συνεχίζει να ξεγλιστρά, αποτελώντας ένα μεγάλο δυσερμήνευτο μυστήριο.
Οι δύο δημιουργοί δεν δίνουν απαντήσεις, όμως θέτουν προβληματισμούς όντας σίγουροι για ένα μόνο πράγμα: ότι η λύση, η διέξοδος, η μοναδική ίσως προοπτική για έναν πιο όμορφο κόσμο είναι να στηριχθούμε στην καρδιά, να την ακούσουμε, να την εμπιστευτούμε και να την ακολουθήσουμε, χωρίς δισταγμούς ή αλλεπάλληλες αντιστάσεις. Η καρδιά ξέρει καλύτερα, αλλά ακόμα και να μην ξέρει πάντα, ακόμα κι όταν κάνει λάθη, βγαίνει μπροστά, δεν κρύβεται, είναι εκεί για να αναλάβει την ευθύνη, για να μάθει, να εξελιχθεί και να είναι πιο έτοιμη την επόμενη φορά που θα στηριχθούμε πάνω της.
Πηγή: Efsyn.gr