«Κομμένες γλώσσες» εύγλωττες και λαλίστατες

Η φιλόλογος Νίκη Μαζαράκη ανατέμνει τις "Κομμένες γλώσσες" στην εφημερίδα Αυγή

«Οι άνθρωποι κουβεντιάζουν μόνο για όσα τους είναι απόμακρα και ξένα. Τα άλλα που τους καίνε, μην αφήνοντάς τους τις νύχτες να κοιμηθούν, τα ζει καθένας μονάχος, μέσα στη σιωπή», έχει γράψει ο Τάσος Λειβαδίτης, μια φράση που ταιριάζει γάντι στους ήρωες του Κολέλη, οι οποίοι μιλάνε μόνο για ανούσια ή δευτερεύοντα πράγματα, ενώ για τα σημαντικά προτιμούν να σωπαίνουν.

Ο Κολέλης, χωρίς ίχνος διδακτισμού και με τολμηρό τρόπο, εμπνέεται από την καθημερινότητα, επηρεάζεται από την εποχή μας, τη γεμάτη αντιφάσεις, τραυματικές σχέσεις, βία, έλλειψη συναισθημάτων, και γίνεται ένας εξαιρετικός σεισμογράφος του καιρού του.

Στην πρώτη ιστορία, που τιτλοφορείται «Η αντανάκλαση», συναντούμε τη Φανή, μια υποταγμένη καθαρίστρια, που κάποια στιγμή τολμά να πει ποιος είναι ένοχος για το φόνο ενός νέου ανθρώπου, αλλά στη συνέχεια συμμορφώνεται με τις υποδείξεις στο αστυνομικό τμήμα και σταματά να κατηγορεί «νομοταγείς πολίτες». Μέσα σε λίγες σελίδες ξετυλίγεται ο κόσμος μας ως αντανάκλαση.

Στη δεύτερη ιστορία, τις «Κομμένες γλώσσες», οι πρωταγωνιστές επιδιώκουν και τελικά επιβάλλουν τη σιωπή τους, αφού δυσκολεύονται, αρνούνται, αδυνατούν να δουν άλλη επιλογή ως τρόπο ζωής.

Στην τρίτη ιστορία, την «Κεραία», η ανάγκη για επιβίωση θα καλύψει κάθε έννοια ηθικής. Οι πρωταγωνιστές παρασύρονται σε παραλογισμούς που μπορεί στην αρχή να γεννούν ελπίδες, αλλά καταλήγουν σε εφιάλτες. Μια κεραία, η οποία έναντι αμοιβής μεταφέρεται από σπίτι σε σπίτι, αφού έτσι λειτουργεί το «σύστημα».

Στην τέταρτη ιστορία, την «Καινούρια αρχή», η Νίνα από τη Γεωργία, που δουλεύει στο σπίτι ενός γέρου, είναι διατεθειμένη να κάνει τα πάντα προκειμένου να γίνει ιδιοκτήτρια ενός σπιτιού. Το παράλογο κυριαρχεί, η ανθρωπιά συντρίβεται. Καινούρια αρχή; Η Νίνα στο τέλος διαθέτει δύο σπίτια και μια πεθαμένη κόρη.

Στην πέμπτη ιστορία, με τίτλο «Να τα πούμε;», δύο νέοι που παριστάνουν τους φαντάρους λένε τα κάλαντα για να βγάλουν χαρτζιλίκι, ενώ ένας άλλος προσπαθεί να τους μιμηθεί, έχοντας στο νου του μια φράση που είδε σε κολόνα της ΔΕΗ: «Αν κάποιος σου λέει ότι αγόρασε τα F16 με σκληρή δουλειά, ρώτησέ τον τίνος;»

Στην έκτη ιστορία, τον «Ξένο», αναδεικνύεται η εκμετάλλευση των μεταναστών και ο περίεργος ρόλος που παίζουν πολλές φορές οι διάφορες ΜΚΟ. Ο κόσμος προδιαγράφεται σκοτεινός και άγριος.

Στην έβδομη ιστορία, που τιτλοφορείται «Η καρδούλα στη φωτογραφία», συναντάμε ένα πολυτελές γυμναστήριο και μια ενοχική καθαρίστρια που πιστεύει ότι για όλα πρέπει να δίνει εξηγήσεις, στέλνοντας καρδούλες σε ανάρτηση του εργοδότη της που την έχει απολύσει.

Η όγδοη ιστορία, με τίτλο «Mesulid», περιστρέφεται γύρω από διαρρηγμένες οικογενειακές σχέσεις. Πατέρας και γιος συντρίβονται μέσα στην παραφροσύνη του κόσμου.

Στην τελευταία ιστορία, «Το μπαλκόνι», ένας ερωτευμένος ψάχνει να βρει τον βηματισμό του ανάμεσα σε συγκεντρώσεις κατά του ρατσισμού των ξένων και κατά του ρατσισμού των Ελλήνων.

Όσα συμβαίνουν γύρω μας, μάς αφορούν, όσο και η πολιτική που τα γεννά. Για να τα αντιπαλέψουμε, οι γλώσσες μας πρέπει να πάψουν να είναι κομμένες, να μιλήσουν, να αναζητήσουν την αντίσταση, την αξιοπρέπεια, την αλήθεια.

«Κομμένες γλώσσες» εύγλωττες και λαλίστατες.