Για τη δολοφονία του Μιχάλη

Είναι ναζί, είναι φασιστόμουτρα.

Δεν τον σκότωσαν για το ποδόσφαιρο, όπως έγραφε ο ΣΚΑΙ μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, ούτε ήταν απλά “οπαδική βία”, όπως δήλωσε ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη για τη δολοφονία του Μιχάλη.

Για τον ερχομό τους, η αστυνομία και η κυβέρνηση ήξεραν. Αλλά τους άφησαν να διασχίσουν όλη τη χώρα ανενόχλητοι. Η ελληνική αστυνομία είναι αυτή που ψήφισε μαζικά Σπαρτιάτες στις τελευταίες εκλογές όπως είχε ψηφίσει Χρυσή Αυγή πριν από μερικά χρόνια. Η ελληνική κυβέρνηση είναι αυτή που κλείνει το μάτι στην ακροδεξιά, όταν τη συμφέρει. Για τον φασισμό και την ακροδεξιά που θεριεύει σε όλη την Ευρώπη, έχουν τεράστια ευθύνη οι αστικές κυβερνήσεις και οι πληρωμένοι κονδυλοφόροι τους που τις στηρίζουν.

Όσον αφορά τη χώρα μας, για να συνειδητοποιησουμε ποιοι εχουν στρώσει το έδαφος στους κάθε λογής φασίστες, έχουν ειπωθεί μεταξύ άλλων τα εξης:

  • “Η Χρυσή Αυγή είναι σαν να μην υπάρχει, η βία στην Ελλάδα προέρχεται αποκλειστικά από την αριστερά”. (Κυριάκος Μητσοτάκης)
  • “Εμένα η Χρυσή Αυγή μου φέρεται με το σεις και με το σας”. (Ντόρα Μπακογιάννη)
  • “Δεν έχω κανένα πρόβλημα με τη Χρυσή Αυγή. Απ’ όσο ξέρω πάντως δεν αρνούνται τον φυλετισμό στην ιδεολογία τους. Τώρα αν είναι ρατσιστές δεν ξέρω”. (Μάκης Βορίδης)
  • “Όσοι πιστεύουμε στην δημοκρατία οφείλουμε ένα μεγάλο «ευχαριστώ» στην Χρυσή Αυγή – και σοβαρολογώ απολύτως”. (Στέφανος Κασιμάτης στην Καθημερινή)
  • “Γιατί όχι, μια σοβαρότερη Χρυσή Αυγή να τη δεχτούμε να υποστηρίξει μια συντηρητική κυβερνητική συμμαχία, σε τελευταία ανάλυση ο εθνικισμός δεν είναι ντροπή”. (Μπάμπης Παπαδημητρίου δημοσιογράφος και πρώην βουλευτής της ΝΔ)
  • “Πρέπει να βρείτε τρόπο να μην σας πιάνουν στο στόμα τους.” (Άρης Πορτοσάλτε σε Κασιδιάρη μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα)
  • “Εάν γιαουρτώνουμε τον Πάγκαλο είναι καλό, ενώ εάν μαχαιρώνουμε τον Φύσσα είναι κακό.Δεν λέω ότι το γιαούρτι και το μαχαίρι είναι το ίδιο πράγμα, προφανώς δεν είναι το ίδιο το πράγμα, αλλά η βία είναι βία”. (Παύλος Τσίμας στον ΣΚΑΙ)

Από το facebook του Παναγιώτη Κολέλη