Σαν σήμερα, 11 Απριλίου 1987, φεύγει απ’ τη ζωή ο Πρίμο Λέβι, ο συγγραφέας του εξαιρετικού βιβλίου, ύμνος στην ανθρώπινη ζωή, “Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος”, στο οποίο κατέγραψε όσα πέρασε στο Άουσβιτς.
- «Καταλαβαίνω σημαίνει σχεδόν δικαιολογώ. […] Καταλαβαίνω το σκοπό ή τη συμπεριφορά ενός ανθρώπου σημαίνει (και ετυμολογικά) περικλείω, περιέχω, μπαίνω στη θέση του ατόμου, ταυτίζομαι με αυτόν. Τώρα, κανείς φυσιολογικός άνθρωπος δεν θα μπορέσει να ταυτιστεί με τον Χίτλερ, τον Χίμμλερ, τον Γκαίμπελς, τον Άιχμαν και αμέτρητους άλλους».
- «Ο φασισμός ήταν ακόμα παρών, αλλά κρυμμένος μέσα στο κουκούλι του. Προετοίμαζε την αλλαγή του για να εμφανιστεί ξανά με καινούργιο πρόσωπο, μη αναγνωρίσιμο, πιο αξιοσέβαστο, προσαρμοσμένος στις καινούργιες συνθήκες ενός κόσμου ο οποίος έβγαινε από την καταστροφή που ο ίδιος ο φασισμός είχε προκαλέσει».
- «Στη ζωή όλοι ανακαλύπτουν – αργά ή γρήγορα – ότι η απόλυτη ευτυχία είναι ανέφικτη, αλλά λίγοι θα εμβαθύνουν στο αντίθετο συλλογισμό: ότι ανέφικτη είναι και η απόλυτη δυστυχία. Οι περιστάσεις της ζωής που αποκλείουν την πραγματοποίηση και των δυο αυτών οριακών καταστάσεων, απορρέουν από την ανθρώπινη φύση, φύση εχθρική προς την έννοια του απείρου. Τις αποκλείει η σταθερή άγνοια του μέλλοντος που άλλοτε ονομάζεται ελπίδα και άλλοτε αβεβαιότητα για το αύριο. Τις αποκλείει η βεβαιότητα του θανάτου που βάζει τέλος σε κάθε χαρά αλλά και σε κάθε θλίψη. Τις αποκλείουν οι αναπόφευκτες υλικές φροντίδες που όπως δηλητηριάζουν τη διαρκή ευτυχία, με τον ίδιο τρόπο μας αποσπούν αδιάκοπα από τη σκέψη της δυστυχίας που μας απειλεί, καθιστώντας την αποσπασματική και γι’ αυτό υποφερτή. Οι στερήσεις, το κρύο, η δίψα, τα χτυπήματα ήταν ακριβώς αυτά που δεν μας άφησαν να βουλιάξουμε στο κενό της απέραντης απελπισίας, στη διάρκεια του ταξιδιού και μετά. Όχι ακριβώς η επιθυμία μας να ζήσουμε ούτε η συνειδητή εγκαρτέρηση: γιατί οι άνθρωποι που είναι ικανοί γι’ αυτό είναι λίγοι και εξαιρετικοί, κι εμείς δεν ήμασταν παρά κοινοί άνθρωποι».
- «…μας έχει απομείνει ένα δικαίωμα και πρέπει να το υπερασπιστούμε με σθένος, γιατί είναι το τελευταίο: το δικαίωμα ν’ αρνηθούμε τη συγκατάθεσή μας».