Τα «Mesulid» του Παναγιώτη Κολέλη

Ο ποιητής Σωτήρης Παστάκας γράφει για τις «Κομμένες γλώσσες».

Ως γνωστόν, μπορούμε να διακρίνουμε τα χαρακτηριστικά ή την αξία κάποιου από μια μικρή ένδειξη. Εξ όνυχος τον λέοντα, λοιπόν, κι από τις εννέα ιστορίες του βιβλίου «Κομμένες γλώσσες» του Παναγιώτη Κολέλη, θα επιλέξω να εστιάσω στο διήγημα με τίτλο «Mesulid».

«Ήμουν έξι χρονών όταν ο πατέρας μου έφυγε από το σπίτι. Παντρεύτηκε ξανά, κάνοντας άλλα δύο παιδιά, κι έπαψε να με βλέπει, να μου παίρνει δώρα και να μου μιλάει στο τηλέφωνο». Στην εναρκτήρια παράγραφο μάς κερδίζει αμέσως ο στρωτός λόγος, η ακρίβεια στις λέξεις, η απουσία βερμπαλισμών και εκφράσεων που δεν προσθέτουν τίποτα στο κείμενο. Η «λεπτοδουλειά με τη γλώσσα» (όπως έχει δηλώσει σε συνέντευξή του ο ίδιος ο συγγραφέας) αποτελεί μέριμνα του συγγραφέα και μία από τις αρετές που διακρίνουμε σε όλο το βιβλίο.

Με αμεσότητα, ο συγγραφέας μάς παρουσιάζει την ιστορία του πατέρα και του αναγνωρίζουμε τη δεύτερη αρετή στη δόμηση συμπαγών χαρακτήρων και ενός στέρεου αφηγηματικού σύμπαντος, στοιχεία που μεστώνουν ένα κείμενο. Οι χαρακτήρες του Παναγιώτη Κολέλη αποτελούν μικρογραφία της κοινωνίας μας, στο μεζουλίντ  η σπαρακτική συνάντηση του γιου με τον εξηντάχρονο πατέρα του την ημέρα των γενεθλίων του κλείνει με την εξής φράση:

«Οι πατεράδες δίνουν χαρτζιλίκι στα παιδιά τους»

Ο φακός επιστρέφει στον γιο που μας μιλάει σε πρώτο πρόσωπο: «Δούλευα ως σερβιτόρος σε δυο μαγαζιά: το πρωί σε καφετέρια και το βράδυ σε μπαρ στο κέντρο». Για να μας συστήσει το τρίτο πρόσωπο της οικογενειακής τραγωδίας: της μητέρας. «Τις Κυριακές αγόραζα στη μητέρα μου ανεμώνες και χρυσάνθεμα». Πατέρας, μητέρα και γιος, τρεις πολίτες σωστά «ζόμπι που γέννησε και ανέθρεψε η εκμεταλλευτική κοινωνία», όπως αναφέρει και η Σεμίνα Διγενή στον πρόλογο του βιβλίου.

Τα μεζουλίντ εμφανίζονται στην τέταρτη από τις δέκα σελίδες του διηγήματος. Του το είπε ο φαρμακοποιός, αλλά «με ρέγουλα δεν είναι καραμέλες», κι έτσι οδηγούμαστε στην κορύφωση του δράματος. Για να μας οδηγήσει εκεί ο Παναγιώτης Κολέλης μάς παρουσιάζει ρεαλιστικά γεγονότα που έχουμε ζήσει λίγο πολύ όλοι μας: «Ο αξονικός τομογράφος έχει χαλάσει. Δεν θα μπορέσουμε να κάνουμε ασφαλή διάγνωση εδώ… Πήγαινέ τον καλύτερα στον Ευαγγελισμό».

Η κλιμάκωση των γεγονότων, η μεταλλαγή των συναισθημάτων και οι ρεαλιστικές πινελιές («θα νιώσεις καλύτερα, αν ανεβάσεις μια φωτογραφία του πατέρα σου στο facebook για να σε συλλυπηθούν οι φίλοι σου») βοηθούν να μην περιπέσει η διήγηση στο μελό και να μας ξεγελάσει ως προς το ανατρεπτικό τέλος της ιστορίας.

Ο Παναγιώτης Κολέλης κερδίζει το στοίχημα ακριβώς επειδή υιοθετεί τον κοινωνικό υπαρξισμό για να αποφύγει το μελό, όσο ακραία συναισθηματικά κι αν είναι φορτισμένες οι ιστορίες του βιβλίου του. Ως ψυχίατρος δεν αναφέρομαι ποτέ εκτός ψυχιατρικής κοινότητας για την πράξη της αυτοκτονίας, γιατί μιλώντας δημόσια για μια αυτοκτονία ο κίνδυνος να μιμηθεί κάποιος την πράξη είναι πολύ μεγάλος. Ως ποιητής δεν μπορώ παρά να βγάλω το καπέλο στον Παναγιώτη Κολέλη για την χειρουργική αφήγηση ενός τόσο δύσκολου στην ανάπτυξή του βιώματος.

Στη χώρα μας την τελευταία δεκαετία, ο αριθμός των αυτοκτονιών παρουσιάζει μία σταθερή αυξητική τάση, καθώς σύμφωνα με τα στοιχεία του Παρατηρητηρίου Αυτοκτονιών «περισσότεροι από 500 άνθρωποι αυτοκτονούν κάθε χρόνο τα τελευταία έτη στη χώρα, σύμφωνα με επίσημα δεδομένα, αφήνοντας πίσω τουλάχιστον 5.000 πενθούντες ετησίως. Στην πραγματικότητα οι αυτοκτονίες είναι πολύ περισσότερες αυτών που καταγράφονται, ενώ δεν υπάρχουν στοιχεία για τις μη θανατηφόρες απόπειρες, οι οποίες εκτιμάται ότι είναι 15-20 φορές περισσότερες των καταγεγραμμένων αυτοκτονιών».

Στην Ελλάδα έχουμε μεγάλη παράδοση στο διήγημα, στη μικρή αφηγηματική φόρμα, και οι εννέα ιστορίες που απαρτίζουν τις «Κομμένες γλώσσες» υπηρετούν επαξίως το ελληνικό διήγημα.

Πηγή: Elculture.gr