«Κομμένες γλώσσες», η συλλογή διηγημάτων σας που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΨΜ. Θα μας δώσετε κάποια στοιχεία της;
Το βιβλίο περιλαμβάνει εννιά ιστορίες, οι οποίες, ακροβατώντας ανάμεσα στην πραγματικότητα και στον σουρεαλισμό, κατασκευάζουν την τοιχογραφία μιας κοινωνίας σε βαθιά κρίση, μιας κοινωνίας σε σήψη και παρακμή, που εγκλωβίζει τους πολίτες της σε έναν φαύλο κύκλο εξαθλίωσης, απώλειας αξιοπρέπειας και έλλειψης επιλογών, εξοβελίζοντας την ομορφιά. Όσον αφορά στους ήρωες των ιστοριών μου, η Σεμίνα Διγενή, που έγραψε τον πρόλογο του βιβλίου μου, αναδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο ποιοι είναι: «…είναι άνθρωποι με ανεπαρκείς, δηλητηριασμένες, διαλυμένες και πεθαμένες ζωές. Άνθρωποι που έχουν κατανοήσει σε βάθος πως το χειρότερο στη ζωή τους δεν είναι ο θάνατος, αλλά ο πόνος. Άνθρωποι με πληγές, εγκλωβισμένοι σε ελώδεις λαβυρίνθους, άνθρωποι μόνοι και φτωχοί, τόσο φτωχοί, ώστε στις γειτονιές τους το ουράνιο τόξο είναι ασπρόμαυρο. Θυμωμένα και τρομαγμένα πλάσματα που σπέρνουν το κακό και τη φρίκη, είτε άθελά τους είτε ηθελημένα».
Στα εννέα διηγήματα της συλλογής ο αναγνώστης βρίσκεται απέναντι από καταστάσεις δυστοπικές. Ποια ήταν η πρόθεσή σας όταν επιλέξατε να καταγράψετε με ωμό ρεαλισμό την πραγματικότητα;
Στόχος μου ήταν να κάνω τον αναγνώστη να συνειδητοποιήσει μερικά από όλα εκείνα τα εξωφρενικά που συμβαίνουν εκεί έξω, αφού πολλές φορές η πίεση και οι ρυθμοί της καθημερινότητας μας κάνουν να τα προσπερνάμε. Επιπλέον, ήθελα να αναδείξω ότι στην πραγματική ζωή δεν υπάρχει πάντα happy end, όπως στις ταινίες. Η πραγματική ζωή είναι ώρες ώρες αμείλικτη, ικανή να σε τσακίσει, να σε οδηγήσει στον πάτο, ακόμα κι όταν κάνεις ή υποστηρίζεις ότι κάνεις το «καλύτερο που μπορείς» για να μην οδηγηθείς μέχρι εκεί. Βαφτίζουμε τις πράξεις μας ως τις καλύτερες δυνατές που θα μπορούσαμε να κάνουμε, ωστόσο πολλές φορές αποδεικνύεται πως δεν αποτελούν μια υγιή και σωτήρια αντίδραση, αλλά σπασμωδικές ενέργειες που μας οδηγούν γρηγορότερα προς την καταστροφή. «Αν ο Παρθενώνας δεν ξεχάστηκε, δεν πρέπει να ξεχαστεί ούτε το Μακρονήσι γιατί οι χτίστες του ακόμα δεν ξανάσαναν», είχε πει ο Μενέλαος Λουντέμης και μέσα από τις εννιά ιστορίες της συλλογής ήθελα κατά μια έννοια να μην αφήσω την πραγματικότητα που ζούμε από το 2010 και μετά να ξεχαστεί, γιατί οι άνθρωποι που τη βιώνουν «ακόμα δεν ξανάσαναν». Το αν τα κατάφερα, θα το κρίνουν οι αναγνώστες.
Τι θεωρείτε πως απασχολεί περισσότερο τη γενιά των 30 και κάτι, στην οποία ανήκετε;
Οι άνθρωποι της ηλικίας μου έχουν δοκιμαστεί πολύ τα τελευταία χρόνια, ερχόμενοι αντιμέτωποι με απανωτές κρίσεις, για τις οποίες κανένας δεν είχε φροντίσει να τους προετοιμάσει. Μεγαλώσαμε ακούγοντας πως είμαστε μια προνομιούχα και τυχερή γενιά, που θα είχε όλον τον κόσμο απλωμένο στα πόδια της και μια ζωή στρωμένη με ροδοπέταλα. Ωστόσο, μόλις ενηλικιωθήκαμε, κληθήκαμε να προσαρμοστούμε βίαια στην πραγματικότητα. Οικονομική και προσφυγική κρίση, κλιματική αλλαγή, πανδημία, ο πόλεμος τώρα στην Ουκρανία, αν το καλοσκεφτείτε δεν είναι λίγα όσα έχει βιώσει η γενιά μου μέχρι σήμερα σε κοινωνικό επίπεδο, και στα οποία θεωρώ πως έχει καταφέρει να ανταπεξέλθει σε μεγάλο βαθμό με επιτυχία. Αυτό δεν σημαίνει ότι βγήκε αλώβητη, αλλά πως μπόρεσε να προσαρμοστεί, να επουλώσει τα τραύματά της, να βρει νέα πατήματα, να δει τον κόσμο με τα δικά της μάτια, χωρίς τα ωραιοποιητικά φίλτρα που του έβαζαν οι προηγούμενες γενιές. Σήμερα, η γενιά μου συνεχίζει να προβληματίζεται έντονα για το επαγγελματικό της μέλλον, αναζητώντας τρόπο να ακουστεί η φωνή της, ενώ κατατάσσει ιδιαίτερα ψηλά στη λίστα της την ανάγκη για ψυχική ισορροπία.
Ως εκπρόσωπος της νέας γενιάς λογοτεχνών θεωρείτε πως υπάρχουν αρκετοί αξιόλογοι, του δικού σας ηλικιακού πεδίου, ομότεχνοί σας;
Φυσικά και υπάρχουν. Κάποιοι απλώς είναι περισσότεροι γνωστοί, ενώ άλλοι δεν έχουν πάρει ακόμα μεγάλη προβολή, παρότι έχουν ήδη αφήσει πολύ καλά δείγματα γραφής. Ενδεικτικά, ξεχωρίζω τον Βαγγέλη Γιαννίση, τον Δημήτρη Μελικέρτη, τη Βίβιαν Στεργίου, που αποτελούν κατά τη γνώμη μου από τους καλύτερους στο είδος τους.
Ήταν για εσάς η διετία της πανδημίας γόνιμη αναγνωστικά και συγγραφικά;
Ο πρώτος χρόνος της πανδημίας δεν θα έλεγα πως ήταν ιδιαίτερα γόνιμος. Κι αυτό συνέβη γιατί οι αλλαγές στον τρόπο ζωής που πυροδότησε ο κορωνοϊός, ο εγκλεισμός, ο φόβος για το άγνωστο, για την υγεία μας, αλλά και για την επόμενη μέρα, η καχυποψία με την οποία βλέπαμε τα πάντα γύρω μας, η αποξένωση από τους άλλους ανθρώπους, και φυσικά οι θάνατοι συγγενών και φίλων, οι γεμάτες εντατικές και η ελλιπής κρατική στήριξη, ήταν στοιχεία που περισσότερο με αποδιοργάνωσαν, παρά με ευνόησαν συγγραφικά. Ωστόσο, στη δεύτερη χρονιά της πανδημίας, όπου αρχίσαμε να συνηθίζουμε τη συνύπαρξη με τον ιό, μπόρεσα να ολοκληρώσω τις «Κομμένες γλώσσες», κάνοντας τις τελευταίες διορθώσεις που απαιτούνταν, ενώ ταυτόχρονα διάβασα και αρκετά βιβλία.
Ποιο βιβλίο διαβάσατε πρόσφατα και σας εντυπωσίασε;
Διάβασα πρόσφατα δύο εξαιρετικά βιβλία από τις εκδόσεις Ίκαρος, το νέο μυθιστόρημα του Μίνου Ευσταθιάδη, με τίτλο «Σχέδια του χάους», και τη συλλογή διηγημάτων «Σάλτος» του Ανδρέα Νικολακόπουλου.
Ποια αξία θεωρείτε υπέρτατη;
Την ανθρωπιά, για την οποία ο Γάλλος δημοσιογράφος Ζαν Κλοντ Γκιγεμπό υποστήριζε πως είναι «μία δημιουργία αδιάκοπα ανολοκλήρωτη και πάντα απειλούμενη». Εάν δεν μπορούμε να κατανοήσουμε τον άλλον, να αφουγκραστούμε τις ανάγκες του, να σεβαστούμε τις επιλογές του, να τον συγχωρέσουμε για κάτι που είπε ή έκανε, τότε τι στο διάολο κοινωνία φτιάχνουμε;
Ασχολείστε με τη συγγραφή ή έκδοση κάποιου νέου βιβλίου;
Κρατάω σχεδιαγράμματα και κάποιες σημειώσεις. Έχω ορισμένες ιδέες, που ακόμα, όμως, δεν έχουν πάρει τελική μορφή στο μυαλό μου για να προχωρήσω στην υλοποίησή τους. Προς το παρόν, παρακολουθώ με χαρά και ικανοποίηση τις «Κομμένες γλώσσες» να συνεχίζουν το ταξίδι τους, αποκομίζοντας όσα περισσότερα μπορώ από τη διαδρομή τους τόσο συγγραφικά, όσο και προσωπικά ως άνθρωπος.

Πηγή: Εφημερίδα Θεσσαλία