Οι «Κομμένες γλώσσες» βυθίζουν τον αναγνώστη σε έναν κόσμο απόκοσμο και μυστηριώδη, όπου ο θύτης και το θύμα εναλλάσσονται συνεχώς. Παρουσιάζουν την κοινωνική σήψη και παρακμή, την αποσάθρωση των αξιών, την ανθρώπινη κατάρρευση, την παραίτηση και την αδιαφορία, την εκμετάλλευση που πέρα από το κοινωνικό πεδίο έχει εισχωρήσει βαθιά και στις διαπροσωπικές σχέσεις, όμως δεν το κάνουν για να απελπίσουν ή να φοβίσουν τον αναγνώστη αλλά για να τον κινητοποιήσουν να ξεφύγει από τον μικρόκοσμό του, να δει τη μεγάλη εικόνα του κόσμου μας, να συναντηθεί με τις έγνοιες και τις ανησυχίες των υπόλοιπων ανθρώπων και να παλέψει για μια καλύτερη ζωή.
Ακροβατώντας ανάμεσα στην πραγματικότητα και στο μεταφυσικό, οι εννιά ιστορίες της συλλογής πλάθουν έναν κόσμο που αποτελεί ταυτόχρονα έναν μεγεθυντικό φακό της καθημερινότητας και μια προέκταση της πιο νοσηρής φαντασίας. Στόχος μου ήταν να περιπλέξω τόσο πολύ την πραγματικότητα με τη μυθοπλασία, ώστε να είναι δυσδιάκριτο πού τελειώνει η πρώτη και πού αρχίζει η δεύτερη. Δυσδιάκριτο ακόμα και για μένα.
Ξεκίνησα χρησιμοποιώντας ως πρώτη ύλη γεγονότα που έχουν συμβεί στα αλήθεια, όμως αυτός ο ρεαλισμός –ωμός και κυνικός στις περισσότερες περιπτώσεις– μου φάνηκε στην πορεία όχι μόνο ότι δεν εξυπηρετούσε τους χαρακτήρες, αλλά και πως δεν μου επέτρεπε να εκφράσω όλα όσα ήθελα μέσα από τις ιστορίες μου.
Έπρεπε να φτιάξω ένα παράλληλο σύμπαν, με σουρεαλιστικό επίστρωμα και έντονο το στοιχείο της υπερβολής. Να δημιουργήσω μια πρωτότυπη ατμόσφαιρα που από τη μία μεριά να αναδεικνύει όψεις και εκφάνσεις της πραγματικότητας, οι οποίες θα προβληματίζουν και θα φέρνουν αντιμέτωπο τον αναγνώστη με τη συνείδησή του, και από την άλλη να υπερβαίνει όλα όσα διαδραματίζονται γύρω μας.
Με αυτή την έννοια, οι «Κομμένες γλώσσες» υπόκεινται σε πολλαπλές αναγνώσεις, αφού μπορεί κάποιος να τις δει τόσο ως κοινωνικό καρδιογράφημα του παρόντος, όσο και ως μια δυστοπική πρόβλεψη για το μέλλον, εφόσον συνεχίσουμε να «κόβουμε» τις γλώσσες μας και όχι να τις χρησιμοποιούμε για να μιλήσουμε για όσα μας πνίγουν ή να διεκδικήσουμε όσα μας αξίζουν και όσα ονειρευόμαστε.
Οι ήρωες του βιβλίου είναι απλοί, καθημερινοί, σάρκινοι. Ωστόσο, δεν βρίσκουν διέξοδο και συντρίβονται στην προσπάθειά τους να υπερπηδήσουν τα εμπόδια που παρουσιάζονται στον δρόμο τους. Οι «Κομμένες γλώσσες» αφουγκράζονται όχι μόνο τον ήχο της συντριβής ή τον αχό της κατάρρευσης, αλλά και την ομορφιά της προσπάθειας, τη γλυκύτητα της δυσκολίας, την ανάσα της πρόκλησης – και γενικότερα το αποτύπωμα που αφήνουν όλα αυτά μαζί στον άνθρωπο, στον περίγυρό του, στην κοινωνία.
Απόσπασμα από το βιβλίο «Κομμένες γλώσσες» (εκδόσεις ΚΨΜ)
«Κομμένες γλώσσες», ο δικός μας παράδεισος;
Για το μόνο που ήταν σίγουρος ήταν ότι δεν μπορούσε από τη μια στιγμή στην άλλη να απαρνηθεί τις σταθερές του – δεν άντεχε να το κάνει. Ακόμα κι αν επέλεγε να ξεκινήσει από την αρχή, θα κρατούσε ορισμένες από τις ιδέες του. Ήταν, ωστόσο, εμφανές. Τώρα πια δεν μπορούσε να αλλάξει τίποτα. Δεν γινόταν να γυρίσει πίσω το χρόνο, να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό. Είχε κύρος, δύναμη, εξουσία, ένα στρατό από ανθρώπους που παρακαλούσαν να τον γνωρίσουν, να τον ακούσουν, να τον συμβουλευτούν. Πώς θα τα άφηνε όλα αυτά πίσω του, ξεκινώντας ξανά από το μηδέν; Θα μεταμορφωνόταν σε έναν απλό, καθημερινό άνθρωπο, σαν εκείνους που περιμένουν στις ουρές των τραπεζών και στις στάσεις των λεωφορείων. Μπορεί να μην είχε ανάγκη από επιδόματα και να μη μάζευε χρήματα για να πάει μια βδομάδα διακοπές το καλοκαίρι, αλλά θα ήταν κι αυτός ένας ανώνυμος, ασήμαντος άνθρωπος, ένας από τους πολλούς ανάμεσα στο πλήθος. Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι θα ξυπνούσε ένα πρωί και, αντί για το ακριβό του κουστούμι, θα καθόταν με τις πιτζάμες του στον καναπέ, άπραγος, κοιτώντας τηλεόραση. Θα μαράζωνε. Άλλοι θα ζήλευαν τη δυνατότητά του να ξυπνάει όποτε ήθελε, να ταξιδεύει, να διαβάζει βιβλία, να κάνει βόλτες, να πηγαίνει στο θέατρο και στον κινηματογράφο, να ξενυχτάει ακόμα και τις καθημερινές. Αυτός, όμως, δεν ήταν ο δικός του παράδεισος.
