Γιατί να μπει κάποιος στη διαδικασία να αναλογιστεί 2,5 χρόνια πανδημίας; Ίσως επειδή πρόσφατα κόλλησε κι εκείνος κορωνοϊό, περνώντας τις χειρότερες 5 μέρες που έχει περάσει άρρωστος εδώ και μια δεκαετία, ίσως πάλι επειδή τον τρομάζει ο τρόπος που έχει αντιμετωπίσει όλο αυτόν τον καιρό την πανδημία η κυβέρνηση, η οποία μπορεί να μας διαβεβαίωνε σε όλους τους τόνους πως έχουμε ξεμπερδέψει με τον κορωνοϊό, όμως τελικά από τους 387 νεκρούς τον Ιούνιο φτάσαμε στους 1.145 τον Ιούλιο.
Ας τα πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Όταν ο κορωνοϊός είχε εμφανιστεί για πρώτη φορά στη χώρα μας, ήμουν ιδιαίτερα μουδιασμένος. Προτού καταλάβω τι συνέβαινε, πριν καλά καλά συνειδητοποιήσω αν αυτός ο ιός ήταν ικανός να βλάψει τόσο εμένα όσο και τους ανθρώπους γύρω μου, είχαμε μπει στην πρώτη καραντίνα. Τα κρούσματα τότε ήταν ελάχιστα, οι νεκροί το ίδιο, ωστόσο απαγορευόταν να βγω από το σπίτι χωρίς να στείλω μήνυμα ή χωρίς την απαραίτητα άδεια μετακίνησης. Ο ιός ήταν άγνωστος και έπρεπε να κερδίσουμε χρόνο για να τον μάθουμε, μας έλεγαν.
Ταυτότητα στη μία τσέπη, αντισηπτικό ή υγρά μαντιλάκια στην άλλη, για να ξεκινήσω για έναν μικρό περίπατο στους άδειους δρόμους – πράγμα πρωτοφανές για κάποιον που γεννήθηκε στην Αθήνα το 1990. Και σκέψεις καινούργιες, ερωτήματα και δισταγμοί που δεν με είχαν μέχρι τότε απασχολήσει: Να δώσω το χέρι μου στον γείτονα ή να τον χαιρετήσω από απόσταση; Να πλησιάσω κοντά του ή θα με μολύνει με κάποιο φονικό μικρόβιο; Για να τον αγκαλιάσω ή να τον φιλήσω, φυσικά, ούτε λόγος, ενώ αργότερα οι αγκαλιές και τα φιλιά αντικαταστάθηκαν από τον χαιρετισμό με τους αγκώνες.
Η απομόνωση, ο εγκλεισμός, τα ρεπορτάζ στα κανάλια, οι καθημερινές ενημερώσεις από το Υπουργείο Υγείας, το κλείσιμο των καταστημάτων και των επιχειρήσεων, δημιουργούσαν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ, που μας έκανε ώρες ώρες να τρέχουμε σαν τρελοί να αγοράσουμε όλα τα αντισηπτικά από το supermarket. Απολυμαίναμε τα χέρια μας διαρκώς, ενώ αναρωτιόμασταν αν η καθημερινότητα που γνωρίζαμε θα επέστρεφε άμεσα πίσω. Ο ιός είχε έρθει για να μείνει; Ακόμα και οι επιστήμονες δεν είχαν μια κοινή γραμμή στις απαντήσεις που έδιναν.
Ελάχιστοι αψηφούσαν τον ιό στην αρχή. Και αυτοί κυρίως ήταν έφηβοι, φοιτητές, νέοι άνθρωποι, που δεν ήθελαν με τίποτα να χάσουν τα καλύτερά τους χρόνια κλεισμένοι μέσα στο σπίτι, καθώς και οι ερωτευμένοι που δεν σταμάτησαν να περπατούν πιασμένοι χέρι χέρι ή να φιλιούνται στις άδειες, πλέον, πλατείες – ήμασταν ακόμα στην αρχή της συνύπαρξης με τον ιό, αργότερα οι πλατείες έγιναν τόποι συνάντησης.
Η εμπιστοσύνη μας στους ανθρώπους είχε αρχίσει να κλονίζεται, ενώ ο φόβος μας να μην κολλήσουμε κάποιον δικό μας και γίνουμε εμείς η αιτία που μπει στο νοσοκομείο ή, ακόμα χειρότερα, χάσει τη ζωή του, μεγάλωσε. Ελαχιστοποιήσαμε τις επαφές μας, φορέσαμε μάσκες και ακολουθήσαμε πιστά όσα μας έλεγαν. Εμείς ήμασταν εντάξει στις υποχρεώσεις μας, παρότι εκείνοι που κυβερνούσαν δεν ήταν: Τα νοσοκομεία δεν στηρίχθηκαν όσο θα έπρεπε, οι γιατροί και το νοσηλευτικό προσωπικό ξεπέρασαν τα όρια της αυτοθυσίας τους, τα μέσα μαζικής μεταφοράς δεν αποσυμφορήθηκαν, ενώ και τα σχολεία μετατράπηκαν σε εστίες υπερμετάδοσης του ιού καθώς ήταν ασφυκτικά γεμάτα με μαθητές. Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε την αισχροκέρδεια σε μάσκες και αντισηπτικά, την απουσία και την αμηχανία της Ε.Ε που κοιτούσε παθητικά την Κούβα, τη Βενεζουέλα και τη Κίνα να στέλνουν γιατρούς στην Ιταλία, καθώς και τις διάφορες θεωρίες συνωμοσίες σχετικά με τον κορωνοϊό – από τους αρνητές του μέχρι τους διάφορους τσαρλατάνους που υποστήριζαν πως δεν διαδίδεται με τη θεία κοινωνία –, τότε εύκολα καταλαβαίνουμε το κλίμα μέσα στο οποίο ζούσαμε.
Ελπίδα μας το εμβόλιο. Κι εκεί, όμως, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν τόσο ρόδινα. Από τις μαζικές ακυρώσεις των ραντεβού για εμβολιασμό με AstraZeneca, λόγω των αντιφάσεων και της διγλωσσίας των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων γύρω από το ζήτημα, μέχρι τις συγκεντρώσεις των αρνητών του εμβολίου, που διέδιδαν πως το εμβόλιο αλλοιώνει το DNA ή ότι αποτελεί εργαλείο παρακολούθησης, δημιουργήθηκε ένα αλαλούμ γύρω από τον εμβολιασμό και την αναγκαιότητά του.
Κι ενώ όλοι οι λογικοί άνθρωποι πάσχιζαν να αποφύγουν τον ιό, υπήρχαν κι εκείνοι που προσπαθούσαν να τον κολλήσουν για να μην κάνουν το εμβόλιο, καθώς κι αυτοί που ήταν έτοιμοι να δωροδοκήσουν αδρά τους φαρμακοποιούς και τα διάφορα διαγνωστικά κέντρα για να δηλώσουν ένα θετικό rapid test. Αυτά γινόντουσαν με το φως της μέρας, αφού το βράδυ πιάναμε στασίδι στα μπαλκόνια για να χειροκροτήσουμε τους γιατρούς και το νοσηλευτικό προσωπικό. Η κυβέρνηση, βλέπετε, που τα προηγούμενα χρόνια έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να υποστελεχωθούν τα δημόσια νοσοκομεία και να μειωθεί η κρατική χρηματοδότηση, μας καλούσε με αυτόν τον τρόπο να τους επιβραβεύσουμε για την αυταπάρνησή τους σε μια προσπάθεια να καλύψει την ανυπαρξία της.
Δυστυχώς, με τον καιρό, συνηθίσαμε την παρουσία του ιού. Χαλαρώσαμε τις άμυνές μας, προσπαθώντας να πείσουμε τον εαυτό μας πως πρόκειται απλώς για μια γρίπη, παρότι οι περισσότεροι γνωρίζαμε κάποιον στο ευρύτερο περιβάλλον μας που είχε χάσει τη ζωή του από τον κορωνοϊό. Σήμερα, με περισσότερους από 31.000 θανάτους στην Ελλάδα και κατακόρυφη αύξηση των περιστατικών long Covid, οι κυβερνώντες δηλώνουν με κυνικότητα πως «δεν έχει νόημα να φέρουμε κανένα μέτρο πίσω», ενώ την ίδια στιγμή αφήνουν τους τουρίστες ανεξέλεγκτους χωρίς την υποχρέωση πενθήμερης καραντίνας σε περίπτωση που νοσήσουν, παρόλο που σε αντίστοιχη περίπτωση οι Έλληνες υποχρεώνονται να απομονωθούν για τουλάχιστον 5 μέρες.
2,5 χρόνια από την αρχή της πανδημίας και αναρωτιόμαστε αν έχουμε όντως γίνει σοφότεροι ή αν τελικά μας κοροϊδεύουν. Όχι για τον κορωνοϊό, αυτός ζει και βασιλεύει, αλλά για τον τρόπο διαχείρισής του. Η εμπειρία μας, αντί να γίνει εργαλείο για να μειώσουμε τα κρούσματα και τους θανάτους, χρησιμοποιείται από τους κυβερνώντες κατά το δοκούν, ανάλογα με τις επιδιώξεις και τα συμφέροντα που θέλουν να ικανοποιήσουν. Τώρα είναι το «τουριστικό θαύμα» που πρέπει να επιτευχθεί, το χειμώνα θα είναι κάτι άλλο. Το σίγουρο, ωστόσο, είναι πως η προστασία της ανθρώπινης ζωής έπαψε να είναι το πρωτεύων. Μας έκαναν να συνηθίσουμε τις απώλειες, να θεωρούμε φυσιολογικό να φεύγουν από τη ζωή άνθρωποι που θα μπορούσαν υπό διαφορετικές συνθήκες να ζουν. Κι αυτό δεν πρέπει να τους το συγχωρέσουμε.
Πηγή: Efsyn.gr