Ο Παναγιώτης Κολέλης που έχει αποδείξει τη δημοσιογραφική και συγγραφική αξία του, με το τρίτο του βιβλίο αποδεικνύει και τη σκηνοθετική.
Σκηνοθετεί ‒αριστοτεχνικά‒ την απελπισία, και μάλιστα, σε εννέα πράξεις.
Ο κόσμος των εννέα πρωτότυπων διηγημάτων του είναι άνθρωποι με ανεπαρκείς, δηλητηριασμένες, διαλυμένες και πεθαμένες ζωές. Άνθρωποι που έχουν κατανοήσει σε βάθος πως το χειρότερο στη ζωή τους δεν είναι ο θάνατος, αλλά ο πόνος. Άνθρωποι με πληγές, εγκλωβισμένοι σε ελώδεις λαβυρίνθους, άνθρωποι μόνοι και φτωχοί, τόσο φτωχοί, ώστε στις γειτονιές τους το ουράνιο τόξο είναι ασπρόμαυρο. Θυμωμένα και τρομαγμένα πλάσματα που σπέρνουν το κακό και τη φρίκη, είτε άθελά τους είτε ηθελημένα. Πολίτες σε φονικό ντελίριο, τα νέου τύπου ζόμπι, δηλαδή, που γέννησε και ανέθρεψε η εκμεταλλευτική κοινωνία.
Ένας κόσμος με ζωές φτιαγμένες από το θάνατο των άλλων, που θα έλεγε κι ο Ντα Βίντσι.
Τα διηγήματα «Η αντανάκλαση», «Οι κομμένες γλώσσες», «Η κεραία», «Η καινούργια αρχή», «Να τα πούμε;» «Ο ξένος», «Η καρδούλα στη φωτογραφία», το «“Mesulid”» και «Το μπαλκόνι» είναι ταινίες μικρού ‒αλλά συναρπαστικού‒ μήκους.
Έχουν τις ρίζες τους σε ένα εφιαλτικό παρελθόν, διαδραματίζονται σε ένα δυστοπικό παρόν, ενώ προοιωνίζονται ένα ματωμένο μέλλον.
Από τις πρώτες κιόλας σελίδες θα νιώσετε πώς είναι να σπαρταράει ένας ολόκληρος κόσμος, ένας κόσμος που έχει πάρει φωτιά.
Φαίνεται πως μέσα στο κεφάλι του συγγραφέα κονταροχτυπήθηκαν ο Ταραντίνο κι ο Φριτς Λανγκ, ώσπου κατέκτησε ο καθένας το δικαίωμά του να «συνυπογράψει» στην ατμόσφαιρα του βιβλίου.
Αίσθηση Metropolis! Αυτό ένιωσα. Όπως στην ταινία του 1927, έτσι κι εδώ, σελίδα τη σελίδα, παγιδεύεσαι σε μια απάνθρωπη, σκοτεινή ολοκληρωτική κοινωνία, όπου ο παράδεισος των λίγων είναι η κόλαση των πολλών. Αυτών των οποίων οι ζωές θρυμματίζονται και «καταβροχθίζονται» από ένα αδηφάγο σύστημα που ελέγχει και καθορίζει τα πάντα. Μαγκώνονται στην τανάλια μιας παράλογης λογικής που κόβει την ανάσα και παραλύει.
Μπορεί στο φόντο των ιστοριών του Κολέλη να μην υπάρχει η εικόνα της ταινίας του Λανγκ, με τη φουτουριστική αρχιτεκτονική, το σκηνικό της πόλης με τις δύο κοινωνικές τάξεις που ζουν σε διαφορετικά επίπεδα, υπάρχει όμως το φόντο μιας συγγενούς κόλασης, όπου η βία και η ανθρώπινη απόγνωση είναι ίδιες.
Το δικό του Dark City μπορεί να είναι τα Πατήσια, το Περιστέρι, το Ίλιον, το Μενίδι, η Καλλιθέα, κάθε γειτονιά όπου το έγκλημα είναι φυσικό επακόλουθο της κοινωνικής ακρότητας, της ανισότητας, της αδικίας, της φτώχειας.
Ακόμα κι όταν κλείσετε το βιβλίο, δεν θα ’χετε ξεμπερδέψει μαζί του. Θα συνεχίσετε να σκέφτεστε την ταραντινική ωμότητα, με την οποία απεικονίζει την παραφροσύνη του κόσμου. Ενός κόσμου εδώ και καιρό αποκτηνωμένου. Το ότι το βιβλίο αυτό, μαζί με όλα εκείνα που δημιούργησε μέσα μας, θα μας απασχολεί για πολύ καιρό μετά είναι ένα ακόμα τεκμήριο επιτυχίας του συγγραφέα.
Ενώ στην Αθήνα, λοιπόν, ή στην Gotham ή στην Dark City ή στη Metropolis θα συμβαίνουν όσα θα διαβάσετε, κάποιοι κάπου αλλού θα συνεχίζουν κανονικά τη δουλειά τους, κάποιοι θ’ αυτοκτονούν ή θα ερωτεύονται και κάποιοι δεν θα θέλουν να ξέρουν τίποτα. Ίσως από κάποιο σπίτι ν’ ακούγεται ένα τραγούδι:
… Κάτω απ’ τον ήλιο αναγαλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια…
Σεμίνα Διγενή
Δημοσιογράφος, Συγγραφέας
*Το παραπάνω κείμενο γράφτηκε ως Πρόλογος στο βιβλίο