Η Τζένη Κριθαρά είναι μια πολυσχιδής προσωπικότητα, ένας άνθρωπος με γνώσεις, πολλαπλά ενδιαφέροντα και οξυμένη κοινωνική ματιά απέναντι στα τεκταινόμενα. Εργάζεται ως δημοσιογράφος, ενώ αν ανατρέξει κανείς σε κείμενα, ρεπορτάζ και αναλύσεις της θα διαπιστώσει όχι μόνο την εντιμότητα και την ειλικρίνεια που την διακρίνουν, αλλά και τον ξεχωριστό τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει κάθε φορά τα ζητήματα που ανακύπτουν και τις καταστάσεις που διαμορφώνονται στον κόσμο.
Με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου της «Είμαι γυναίκα, γι’ αυτό με σκοτώνεις», από τις εκδόσεις ΚΨΜ, συζητήσαμε μαζί της για τα φαινόμενα της έμφυλης βίας και ανισότητας, και τη στάση της Πολιτείας απέναντι τους, καθώς και για τον χώρο της δημοσιογραφίας, τα προβλήματα και τις προκλήσεις του σύγχρονου κόσμου και τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Πριν από λίγες μέρες κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΚΨΜ το βιβλίο σας «Είμαι γυναίκα, γι’ αυτό με σκοτώνεις», που ερευνά τα φαινόμενα της γυναικοκτονίας και της έμφυλης ανισότητας. Πείτε μας περισσότερα γι’ αυτό. Πότε ξεκινήσατε να το γράφετε και πώς σας γεννήθηκε η αρχική ιδέα;
Η συγγραφή του βιβλίου ξεκίνησε το περασμένο καλοκαίρι και η αλήθεια είναι πως δεν επρόκειτο για δική μου ιδέα. Παρότι γράφω συνέχεια, ποτέ δεν τόλμησα να σκεφτώ πως θα μπορούσα να φτάσω στην έκδοση ενός βιβλίου. Ξεκίνησα να γράφω κατόπιν πρότασης, προτροπής και θερμής υποστήριξης του υπεύθυνου των εκδόσεων ΚΨΜ, Βασίλη Γραμμέλη. Αφορμή για εκείνο το πρώτο τηλεφώνημα στάθηκε μία τοποθέτησή μου στην εκπομπή του Νίκου Μπογιόπουλου, όπου εργάζομαι, όταν έγινε γνωστή η γυναικοκτονία της νεαρής Καρολάιν στα Γλυκά Νερά.
Τα γυναικεία δικαιώματα και η έμφυλη ισότητα είναι θέματα με τα οποία ασχολούμαι για χρόνια τόσο σε επίπεδο σπουδών, όσο και σε επίπεδο δημοσιογραφικού ενδιαφέροντος και ακτιβισμού. Τα σχόλια που διάβαζα στα social media και στα συστημικά ΜΜΕ εκείνες τις μέρες για την υπόθεση της Καρολάιν με ώθησαν να μοιραστώ τις σκέψεις και τις απόψεις μου στον ραδιοφωνικό αέρα. Τότε άρχισαν να επικοινωνούν μαζί μου πάρα πολλές γυναίκες είτε για να μοιραστούν το τραύμα τους, είτε για να με ενθαρρύνουν ούτως ώστε να συνεχίσω να μιλάω για αυτά τα θέματα.
Τι έχουμε κάνει λάθος ως κοινωνία και συμβαίνουν συνεχώς περιστατικά έμφυλης βίας; Ως γυναίκα, αλλά και ως νέος άνθρωπος, ποια πιστεύετε πως είναι η ρίζα του προβλήματος»
Τα αίτια της έμφυλης βίας εντοπίζονται στην ίδια τη δόμηση της κοινωνίας. Ζούμε σε ένα πατριαρχικά ανεπτυγμένο πλαίσιο, το οποίο αναπαράγεται σχεδόν απαράλλακτο εδώ και αιώνες. Αυτό συμβαίνει γιατί η κοινωνία στηρίζεται στην λειτουργία ενός κατεξοχήν εξουσιαστικού συστήματος. Δεν είναι τυχαίο πως η πατριαρχία και ο καπιταλισμός πάνε χέρι-χέρι. Το λάθος που κάνουμε εμείς ως πολίτες αυτής της κοινωνίας είναι πως δεν αλλάζουμε αυτό το σύστημα. Μπορεί να ακούγεται πολύ… επαναστατικό ή ακόμη και ουτοπικό, όμως στην πραγματικότητα είναι στο χέρι του καθενός και της καθεμίας από εμάς. Αυτό που δεχόμαστε ή –έστω– ανεχόμαστε, γίνεται αυτό που μας καθορίζει.
Στο ζήτημα της έμφυλης βίας, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: δεν γίνεται να υποστηρίζεις πως είσαι υπέρ της ισότητας των φύλων και παράλληλα να δηλώνεις πως οι γυναίκες «δεν κάνουν» για την μία ή την άλλη δουλειά, ούτε γίνεται να καταδικάζεις τις γυναικοκτονίες και παράλληλα να κατακρίνεις το ντύσιμο μίας γυναίκας ως προκλητικό. Στην πρώτη περίπτωση βοηθάς στην διαιώνιση των λεγόμενων «γυάλινων οροφών» και στη δεύτερη συμμετέχεις σε μία κακοποιητική συμπεριφορά, το slut shaming. Η αρχή για να αντιμετωπίσουμε ένα τόσο σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα είναι να συντονίσουμε συνειδητά τις πράξεις και τα λόγια μας.
«Το χειρότερο δεν είναι η πανούκλα, αλλά να συνηθίσεις την πανούκλα», υποστήριζε ο Αλμπέρ Καμύ. Μήπως η οικονομική κρίση και η πανδημία έχουν δημιουργήσει τόσο μεγάλα προβλήματα στις διαπροσωπικές μας σχέσεις, ώστε έχουμε αρχίσει να συνηθίζουμε τη βία, σε όλες τις μορφές της, και πλέον δεν μας κάνει καμία εντύπωση;
Πιστεύω πως οι κρίσεις και τα μεγάλα προβλήματα λειτουργούν ως μεγεθυντικοί φακοί. Μας βοηθούν να δούμε πράγματα που βρίσκονται ακριβώς μπροστά στα μάτια μας, αλλά δυσκολευόμασταν μέχρι πρότινος (για τον οποιοδήποτε λόγο) να διακρίνουμε. Αυτό συνέβη και με την οικονομική κρίση που έφερε στην επιφάνεια ένα σωρό κοινωνικές παθογένειες, αλλά και με την πανδημία.
Θα ήθελα να σταθώ ιδίως στο κομμάτι του εγκλεισμού. Δεν είναι η πανδημία και η καραντίνα «που τρέλαναν τον κόσμο» και είχαμε τόσες γυναικοκτονίες και καταγγελίες ενδοοικογενειακής βίας μέσα στο 2021, όπως διαβάζω δεξιά κι αριστερά. Αυτές οι θέσεις νομιμοποιούν αντιλήψεις περί «θολωμένου μυαλού» και «εγκλημάτων πάθους». Το έμφυλο έγκλημα εκτοξεύτηκε γιατί χιλιάδες αναγκάστηκαν να μείνουν 24 ώρες το 24ωρο με τον κακοποιητή τους και δεν υπήρξε καμία μέριμνα για αυτό. Ακριβώς όπως δεν υπήρχε κρατική μέριμνα και πριν την καραντίνα.
Πώς κρίνετε τη στάση κυβέρνησης απέναντι στα φαινόμενα έμφυλης βίας; Τι θα έπρεπε να κάνει;
Το πρόβλημα της έμφυλης ανισότητας, που καταλήγει στην έμφυλη βία, έχει πολλές εκφάνσεις και απαιτεί ριζικές κοινωνικές λύσεις. Η στάση της σημερινής κυβέρνησης απέναντι στο θέμα είναι βαθιά προβληματική, υποκριτική και επιφανειακή. Δεν γίνεται να δηλώνεις πως κόπτεσαι για τα γυναικεία δικαιώματα, αλλά να καταργείς την αυτονομία της Γενικής Γραμματείας Ισότητας και να την βάζεις μαζί με την Γενική Γραμματεία Οικογενειακής Πολιτικής. Είναι οξύμωρο και ανακόλουθο. Είναι σαν να λες ότι η θέση των γυναικών είναι στο σπίτι και ότι ο βασικός ρόλος τους είναι η τεκνοποίηση, αλλά βάζεις προσχηματικά και την ισότητα στον τίτλο της Γενικής Γραμματείας για να μην έχεις… γκρίνιες. Αυτό είναι ένα πάρα πολύ μικρό παράδειγμα ενός ανεξάντλητου καταλόγου. Η βάση για την αντιμετώπιση της έμφυλης ανισότητας είναι η εκπαίδευση και η κοινωνική παιδεία. Όσο απουσιάζει η κρατική πρόνοια για αυτά, τόσο θα διαιωνίζονται οι κοινωνικές παθογένειες.
Εργάζεστε ως δημοσιογράφος. Τι ήταν αυτό που αγαπήσατε στη δημοσιογραφία και σας ώθησε σε αυτήν;
Θα φανεί λιγάκι παράξενο, αλλά την απόφαση να ασχοληθώ με την δημοσιογραφία την πήρα… δύο φορές! Αρχικά, ήταν η μόνη δουλειά που έλεγα πως θα κάνω από όταν ήμουν έξι ετών. Μάλλον είχα εντοπίσει ασυνείδητα τον τρόπο να αξιοποιήσω την πολυλογία μου και την μανία μου για διάβασμα και νέες πληροφορίες. Η δεύτερη φορά ήταν όταν τελείωσα τις σπουδές μου στο Πολιτικό της Νομικής και είχα ήδη δύο χρόνια προϋπηρεσίας στον ηλεκτρονικό Τύπο. Οι συνθήκες εργασίας ήταν πολύ δύσκολες και το περιθώριο για έρευνα και σκέψη ελάχιστο. Είχα απογοητευτεί και σκεφτόμουν σοβαρά να εγκαταλείψω τον χώρο και να ασχοληθώ εξ ολοκλήρου με την ακαδημαϊκή μου πορεία, την οποία δεν εγκατέλειψα ποτέ. Είχα δώσει στον εαυτό μου τρεις μήνες μέχρι την τελική απόφαση. Μέσα σε αυτό το διάστημα βρήκα την πρώτη σταθερή δημοσιογραφική δουλειά μου, σε ένα περιφερειακό κανάλι, κι από τότε δεν έκανα ποτέ ξανά δεύτερες σκέψεις.
Ο χώρος της δημοσιογραφίας βιώνει μια παρατεταμένη κρίση. Εφημερίδες κλείνουν, ενώ πολλοί δημοσιογράφοι μένουν άνεργοι ή δουλεύουν με μισθούς – χαρτζιλίκια. Που το αποδίδετε αυτό; Γιατί ο κόσμος έχει χάσει την εμπιστοσύνη του στους δημοσιογράφους;
Οι μισθοί και οι συνθήκες εργασίας στον χώρο παραπέμπουν πολύ συχνά στο δημοσιογραφικό κλισέ της «ζούγκλας». Είναι πολύ στενάχωρο νέοι άνθρωποι με μόρφωση, όρεξη και ανοιχτά μυαλά να μένουν εκτός δουλειάς επειδή οι συνθήκες είναι τόσο κακές. Διότι αυτό, με τη σειρά του, μας φέρνει στο δεύτερο ερώτημά σας. Όταν ένας χώρος διώχνει την νέα οπτική και τις νέες γνώσεις, θα οδηγηθεί νομοτελειακά σε τέλμα. Θα συνεχίσει να βασιλεύει το κατεστημένο. Ο κόσμος βλέπει επί χρόνια τους ίδιους ανθρώπους, στις ίδιες θέσεις, να λένε τα ίδια πράγματα. Το θεωρώ απόλυτα λογικό να απαξιώνει τη «δημοσιογραφία» που του σερβίρεται, γιατί αυτό που του σερβίρεται δεν είναι δημοσιογραφία. Η έρευνα και η αδέσμευτη άποψη εκλείπουν.
Εκτός από την έμφυλη βία, ο σύγχρονος κόσμος ταλανίζεται από πολλά ακόμα προβλήματα: οικονομική, προσφυγική και κλιματική κρίση, πανδημία, ανεργία, ακρίβεια, άνοδος του φασισμού και του εξτρεμισμού κ.α. Ποιον απ’ όλους θεωρείτε ως τον μεγαλύτερο κίνδυνο σήμερα και γιατί;
Είναι πάρα πολύ δύσκολο να βάλω σε μία ζυγαριά τόσο σοβαρά θέματα. Γι’ αυτό θα προσπαθήσω να τα βάλω σε μία σειρά και θα σας πω ότι θεωρώ την κλιματική κρίση το πιο επείγον πρόβλημα γιατί εμπεριέχει όλα τα υπόλοιπα. Παρακολουθούμε την κλιματική αλλαγή τα τελευταία χρόνια να δημιουργεί προσφυγική κρίση, ανεργία, ακρίβεια, οικονομική κρίση, ακόμη και πανδημίες. Δεν είναι μόνο ο covid-19, σε χώρες της Αφρικής και της Ασίας αναβιώνουν ασθένειες ξεχασμένες στον ανεπτυγμένο κόσμο λόγω των πλημμυρών, της ξηρασίας ή των ακραίων καιρικών φαινομένων. Όλα αυτά με την σειρά τους προκαλούν τους κοινωνικούς ανταγωνισμούς και τις εξουσιαστικές σχέσεις που καταλήγουν στον εξτρεμισμό και τον φασισμό.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, πέρα από την τεράστια ανθρωπιστική καταστροφή που προκαλεί, φαίνεται πως αλλάζει άρδην τις ισορροπίες στην Ευρώπη. Η Γερμανία ανακοίνωσε ένα εξοπλιστικό πρόγραμμα «μαμούθ» 100 δισ. ευρώ, ενώ το ΝΑΤΟ σχεδιάζει να αναπτύξει περισσότερα στρατεύματα στην Ανατολική Ευρώπη. Ποιες πιστεύετε πως θα είναι οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις του πολέμου και ποια η κατάσταση που θα διαμορφωθεί την επόμενη μέρα για τους λαούς;
Το μόνο βέβαιο είναι πως σε κάθε πόλεμο χαμένοι βγαίνουν οι λαοί. Όλοι οι λαοί. Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα στο πεδίο της μάχης. Η φτώχεια, ο διχασμός, οι απώλειες γεννούν την αντιπαλότητα και τον εξτρεμισμό και καταλήγουν σε κοινωνική εξαθλίωση και άνοδο του φασισμού. Νομίζω πως η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία πέτυχε την Ευρώπη και τη διεθνή κοινότητα σε μία πολύ κρίσιμη καμπή. Παρακολουθούμε την άνοδο και την εγκαθίδρυση νέων οικονομικών δυνάμεων, όπως η Κίνα, και την διεκδίκηση από μέρους των μεγάλων περιφερειακών δυνάμεων ενεργότερου ρόλου στο παγκόσμιο σκηνικό. Το είδαμε και στην Συρία. Δεν με καλύπτουν οι θεωρίες περί παράφρονων ηγετών. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία είναι μία σχεδιασμένη επιχείρηση με εναλλακτικά σχέδια και συγκεκριμένο σκοπό. Αν σταματήσουμε να βλέπουμε τα πάντα με δυτική ματιά, θα αντιληφθούμε πως τα περί ευρωπαϊκής σταθερότητας και νατοϊκής ασφάλειας είναι ανεδαφικά. Σε κάθε περίπτωση, θεωρώ πως δύσκολα μπορεί κανείς να προβλέψει ποια θα είναι η επόμενη μέρα, δεδομένου πως παρακολουθούμε τον κόσμο να αλλάζει από την μία μέρα στην άλλη.
Πηγή: Efsyn.gr