Μαγευτήκαμε από τις «Μάγισσες του Σάλεμ» στο θέατρο Δημήτρης Χορν

«Ό,τι υπήρξε θα ξαναϋπάρξει και ό,τι έγινε θα γίνει κάποτε ξανά», μας υπενθυμίζει ο Μίλερ. Και είναι αλήθεια. Οι σειρήνες του φανατισμού, της μισαλλοδοξίας και των δεισιδαιμονιών ηχούν σε κάθε εποχή, πασχίζοντας να κερδίσουν έδαφος και να βγουν στην επιφάνεια, εκμεταλλευόμενες τις ελπίδες, τους φόβους και την απελπισία των ανθρώπων. Αν για μια στιγμή επαναπαυτούμε, θα βρουν την ευκαιρία να κυριεύσουν τα πάντα. Ο θίασος που απαρτίζει την παράσταση στο θέατρο Δημήτρης Χορν δίνει μια σπουδαία μάχη, εμπνέοντας κι εμάς να σταθούμε με όλες μας τις δυνάμεις στο πλευρό του για να την κερδίσει – για να την κερδίσουμε.

Το παρελθόν δεν είναι στατικό. Αλλάζει, μεταμορφώνεται, προσαρμόζεται στις νέες κάθε φορά συνθήκες, διεκδικεί να επανέλθει και να αποκτήσει ξανά τη χαμένη του αίγλη. Σταματάει να υφίσταται, αλλά δεν χάνεται μονομιάς. Καιροφυλακτεί, λοξοκοιτώντας τόσο προς το παρόν όσο και προς το μέλλον.

Ο σπουδαίος Αμερικανός συγγραφέας, Άρθουρ Μίλερ, το είχε συνειδητοποιήσει. Είχε δει πολλά στη ζωή του, ερχόμενος συχνά αντιμέτωπος με τις δεισιδαιμονίες, τις προκαταλήψεις και τον φανατισμό των ανθρώπων. Αυτά ακριβώς στηλιτεύει στο έργο του «Οι Μάγισσες του Σάλεμ», που βασίζεται σε πραγματική ιστορία, στη δίκη των μαγισσών που έγινε στο χωριό Σάλεμ της Μασαχουσέτης το 1692.

Ο άνθρωπος δεν ζει μέσα σε μια γυάλα, απομονωμένος από τον έξω κόσμο. Δουλεύει, συνεργάζεται και αλληλεπιδρά καθημερινά με άλλους ανθρώπους, με αποτέλεσμα οι απόψεις και οι πεποιθήσεις του να διαμορφώνονται συχνά μέσα από αυτή την ώσμωση. Αναζητώντας να αποτελέσει μέρος κάποιας ευρύτερης ομάδας, να βιώσει την αίσθηση του ανήκειν, γίνεται ευεπίφορος στις επιρροές της πλειονότητας. Λίγοι καταφέρνουν να μην παρασυρθούν από το ρεύμα της εποχής, να μην ταχθούν με την πλευρά του ισχυρού, χαράσσοντας τον δικό τους δρόμο. Και όσοι το επιλέγουν, παρότι έχουν πλήρη συναίσθηση ότι θα βγουν χαμένοι, το κάνουν για να μη χάσουν τον εαυτό τους, επειδή δεν μπορούν αλλιώς.

Στο Σάλεμ, το 1692, είκοσι άτομα καταδικάστηκαν και θανατώθηκαν με την κατηγορία της μαγείας. Άδικα. Χωρίς κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Απλώς επειδή ορισμένοι έψαχναν εξιλαστήρια θύματα για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους. Για να είναι εντάξει με τη συνείδησή τους. Για να κρύψουν τις δικές τους αδυναμίες ή να ικανοποιήσουν τα προσωπικά τους συμφέροντα.

Ωστόσο, αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο και σίγουρα δεν σταματάει στο μακρινό 1692. Το ανθρωποκυνηγητό για ιδεολογικούς ή άλλους λόγους είναι ένα φαινόμενο που όχι μόνο έχει συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν, αλλά συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Ο Μίλερ, άλλωστε, έγραψε αυτό το έργο για να καταγγείλει το αντικομμουνιστικό «κυνήγι μαγισσών» του Γερουσιαστή Μακάρθι στις ΗΠΑ, που είχε ως αποτέλεσμα την εξόντωση χιλιάδων ανθρώπων.

Στο θέατρο Δημήτρης Χορν, ο Νικορέστης Χανιωτάκης με γλαφυρό τρόπο ζωντανεύει μπροστά μας ένα χωριό, συνδέοντας δεξιοτεχνικά τα θραύσματα του παρελθόντος με τις χαραμάδες του μέλλοντος και αποδεικνύοντας πως έχει εδραιώσει τη θέση του ανάμεσα στους πιο αεικίνητους σκηνοθέτες της γενιάς του. Άλλωστε, αυτή την περίοδο, σκηνοθετεί πέντε παραστάσεις – οι τρεις είναι νέες παραγωγές και οι δύο παίζονται σε επανάληψη.

Τα σκηνικά της Αρετής Μουστάκα, τα κουστούμια της Χριστίνας Πανοπούλου, οι φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα και η μουσική επένδυση του Γιάννη Μαθέ συνεπικουρούν στην ρεαλιστική αποτύπωση της ατμόσφαιρας της εποχής. Ωστόσο, το να διαδραματίζονται όλες οι δράσεις στο ίδιο σκηνικό περιβάλλον είναι κάποιες στιγμές κουραστικό για τον θεατή.

Ο Νικήτας Τσακίρογλου, μια εμβληματική φυσιογνωμία του ελληνικού θεατρικού γίγνεσθαι, καταθέτει μία ακόμη στιβαρή ερμηνεία ως δικαστής Ντάνφορθ.

Καθηλωτική η παρουσία του Άκη Σακελλαρίου (Τζον Πρόκτορ) και εξαιρετικές οι συναισθηματικές εναλλαγές της Ιωάννας Παππά (Άμπιγκεϊλ Γουίλλιαμς), ενώ η Ρένια Λουιζίδου (Ελισάβετ Πρόκτορ) αποτελεί την ήρεμη δύναμη στο πλευρό του συζύγου της.

Ο Γιάννης Καλατζόπουλος (κληρικός Σαμουήλ Πάρις) και ο Γεράσιμος Σκαφίδας (αιδεσιμότατος Τζον Χέηλ) δίνουν μια σημαντική αναμέτρηση με τη συνείδησή τους. Ενώ μοιάζουν να εκπροσωπούν τον ίδιο κόσμο, να πρεσβεύσουν την ίδια «ανώτατη αλήθεια», τελικά γίνονται διακριτές οι διαφορές τους, οι ρωγμές που δημιουργούνται στην ψυχοσύνθεσή τους. Παρόλα αυτά, θα μπορούσαν να αναδειχτούν με μεγαλύτερη ένταση τόσο όσα τους χωρίζουν όσο και όσα τους ενώνουν, ίσως με κάποια αναμέτρηση πρόσωπο με πρόσωπο.

Η Κατερίνα Νικολοπούλου (Άννα Πάτναμ) και ο Θωμάς Γκαγκάς (Τόμας Πάτναμ) είναι επαρκέστατοι στα καθήκοντά τους, ωστόσο θα ήταν αναμφίβολα πιο ολοκληρωμένη η παρουσία τους αν εντάσσονταν περισσότερο στην πλοκή, ξεδιπλώνοντας κι άλλες όψεις ή πλευρές του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς τους.

Οι νεαρές Ισιδώρα Δωροπούλου (Μαίρη Γουόρεν), Μαρία Μοσχούρη (Μπέτυ Πάρις), Αντουανέτα Παπαδοπούλου (Μέρση Λιούις) και Δανάη Ομορεγκιέ Νεάνθη (Τιτούμπα) διακρίνονται κυρίως για τις κινησιολογικές τους δεξιότητες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι χωλαίνουν στις υπόλοιπες απαιτήσεις του ρόλου τους.

Σπάνιας ομορφιάς αποτελεί η λιτή, χωρίς στυλιζαρισμένους μοντερνισμούς, ερμηνεία της Μελίνας Βαμβακά (Ρεβέκκα Κόρει).

«Ό,τι υπήρξε θα ξαναϋπάρξει και ό,τι έγινε θα γίνει κάποτε ξανά», μας υπενθυμίζει ο Μίλερ. Και είναι αλήθεια. Οι σειρήνες του φανατισμού, της μισαλλοδοξίας και των δεισιδαιμονιών ηχούν σε κάθε εποχή, πασχίζοντας να κερδίσουν έδαφος και να βγουν στην επιφάνεια, εκμεταλλευόμενες τις ελπίδες, τους φόβους και την απελπισία των ανθρώπων. Αν για μια στιγμή επαναπαυτούμε, θα βρουν την ευκαιρία να κυριεύσουν τα πάντα. Ο θίασος που απαρτίζει την παράσταση στο θέατρο Δημήτρης Χορν δίνει μια σπουδαία μάχη, εμπνέοντας κι εμάς να σταθούμε με όλες μας τις δυνάμεις στο πλευρό του για να την κερδίσει – για να την κερδίσουμε.

Πηγή: Efsyn.gr