Ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου συνθέτει ένα σφιχτό ψηφιδωτό από μικρά στιγμιότυπα, που ενώ με μια πρώτη εικόνα μοιάζουν με φέτες από την καθημερινότητα, παρατηρώντας τα κανείς σε βάθος, μπορεί να ανιχνεύσει σουρεαλιστικά αποτυπώματα, να ανακαλύψει μια μεταφυσική όψη μιας συγγραφικής προσέγγισης που εσοπτρίζει πολλά λυρικά και ποιητικά στοιχεία.
Ο αφηγητής της ιστορίας στη νουβέλα «Σπίτι παιδιού» (εκδόσεις Αντίποδες) είναι ένας άνθρωπος που μεγάλωσε σχετικά νωρίς. Από μικρός εξοικειωμένος με τον θάνατο, με την έννοια της φθοράς, της σήψης και της αποσύνθεσης, ήρθε σε επαφή με τον κόσμο στην Πλατανιά Δράμας. «Πέντε μέρες έμενε στην Πλατανιά και τις άλλες δύο πήγαινε στο κανονικό τους σπίτι στην Προσοστάνη, στο άλλο τους χωριό».
Η μητέρα του δουλεύει στο «Σπίτι παιδιού», ένα δίκτυο ιδρυμάτων, όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας, που δημιουργήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1950 στη Βόρεια Ελλάδα από τη Βασιλική Πρόνοια. Τα ιδρύματα αυτά διακρίνονταν από ξεκάθαρη προσπάθεια αντικομμουνιστικής προπαγάνδας, συγκροτώντας έναν χώρο φορτισμένο με κοινωνικοπολιτικές αγκυλώσεις και φορτίσεις, που όμως δεν θα βρεθεί στον πυρήνα του βιβλίου, παρά τις σποραδικές αναφορές που λαμβάνουν χώρα: «Το σφυρί και το δρεπάνι ήταν σκαλισμένα πάνω στο μάρμαρο, χωρίς μαρκαδόρο, και ήταν το ένα πάνω στο άλλο κάπως. Πάντως σταυρό δεν είχε αυτός ο τάφος».
Με τις κινήσεις του να διακατέχονται από αθωότητα αλλά και άγνοια κινδύνου, το παιδί – αφηγητής θα αναζητάει διαρκώς τρόπους να ξεφεύγει από τη μονοτονία του χωριού, θα ψάχνει αφορμές για να γνωρίσει άλλους ανθρώπους, να παρατηρήσει συμπεριφορές, να κατανοήσει τον τρόπο που λειτουργεί ο κόσμος. Αντιλαμβάνεται πως ο πιο σίγουρος δρόμος – όχι ο πιο εύκολος – είναι να βρίσκεται δίπλα σε εκείνες τις στιγμές που οι άνθρωποι έρχονται αντιμέτωποι με το φάσμα του οριστικού τέλους – στιγμές απογυμνωμένες από υποκρισία ή επιτήδευση.
Κι αυτό κάνει. Μετατρέπει την απώλεια σε μόνιμο συνοδοιπόρο του. Άλλοτε την ανασκαλεύει και άλλοτε απλώς την αφήνει να κάνει τον κύκλο της, να εξελιχθεί σε νέα ζωή.
Οι σκέψεις του, τα μέρη που επισκέπτεται και οι άνθρωποι που συναντά, είναι όλα επηρεασμένα από τον θάνατο των ανθρώπων γύρω του, χωρίς όμως να τον καταβάλλουν ή να του δημιουργούν τραύματα, αλλά αντίθετα μοιάζουν να φωτίζουν αυτό που επισήμαινε ο Μπέρτολτ Μπρεχτ: «μη φοβάστε τόσο πολύ τον θάνατο, όσο μια ανεπαρκή ζωή».
Αυτή την ανεπαρκή ζωή ψάχνει να ξορκίσει ο αφηγητής – και συνεπώς και ο συγγραφέας – ερχόμενος σε επαφή με το απείκασμα του τεθνεώτος. Με μικρά, προσεχτικά βήματα, αρμολογώντας τις σκηνές του με στέρεα υλικά, ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου συναρμόζει το παρόν – με τις ανάγκες και τις υποχρεώσεις που αυτό συνεπάγεται – με το μέλλον, προκειμένου να αναδείξει το βαθύτερο νόημα μιας ζωής που οφείλει να εμπερικλείει αρμονικά και τα δύο.
Άλλωστε, θάνατος και ζωή βρίσκονται σε διαρκή αλληλεξάρτηση με τρόπο που διδάσκει πως αν μαθαίνει κανείς κάτι από τον θάνατο, αυτό είναι να σέβεται περισσότερο την ίδια τη ζωή. Έτσι και στο βιβλίο, η χαρά του αφηγητή, η ικανοποίησή του από την οδοιπλανία του στον κόσμο, μεγαλώνει όλο και πιο πολύ, καθώς έρχεται σε επαφή με τη θνητότητά του.
Οι εικόνες, οι παραλληλισμοί, οι συνδέσεις με δικές μας αναμνήσεις από πένθιμες εμπειρίες σε χωριά, από τα εκάστοτε έθιμα και παραδόσεις, είναι ένα από τα πράγματα που πετυχαίνει ο συγγραφέας με τον απλό, αφτιασίδωτο λόγο του. Οι δικοί μας νεκροί έρχονται να φωτίσουν τα απωθημένα μας, τα ανεκπλήρωτα όνειρά μας, τα λόγια που δεν ειπώθηκαν ποτέ, τις πράξεις που δεν τόλμησαν να υπάρξουν.
«Πώς μπορούν οι νεκροί να αναπνέουν έτσι που είναι τόσο κολλητά ο ένας με τον άλλον εδώ;» είναι μόνο ένα από τα ερωτήματα που κάνει ο αφηγητής, επιχειρώντας να βρει τις συνάψεις ανάμεσα στο γήινο και το υπερβατικό, τη στιγμή που επιζητά να εξασφαλίσει πως η δική του αναπνοή θα παραμείνει για καιρό ακόμα ακμαία, δυνατή και ασφαλής.
Άλλωστε, γι’ αυτήν γίνονται όλα. Γι’ αυτήν τρέχουμε, πληγωνόμαστε, τρώμε τα μούτρα μας, πέφτουμε διαρκώς και σηκωνόμαστε, για να την κάνουμε όχι κατ’ ανάγκη μακροβιότερη, αλλά σίγουρα ποιοτικότερη και πιο σημαντική.
Το «Σπίτι παιδιού» είναι μια νουβέλα που αναπνέει βαθιά, με ειλικρίνεια, εντιμότητα και ευαισθησία, εκπέμποντας ένα ηχηρό μήνυμα για την ανάγκη του ανθρώπου να σταθεί στα πόδια του και να γνωρίσει χωρίς αστερίσκους όλες τις προεκτάσεις και τις ταλαντώσεις της ζωής.
Πηγή: Literature.gr