Κωνσταντίνος Τζαμιώτης: «Δεν τα πάω καλά με τις βεβαιότητες»

Το νέο του βιβλίο, «Σε ποιον ανήκει η κόλαση» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο, αποτελείται από μικρές ιστορίες που συνθέτουν «μια μεγάλη εικόνα της χώρας και των ανθρώπων της τα τελευταία διακόσια χρόνια».

Ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης είναι ένας συγγραφέας που ξέρει να διεισδύει με απαράμιλλη ακρίβεια στον ψυχισμό του αναγνώστη και να πλάθει ιστορίες στέρεες και στιβαρές, που κινούνται στο μεταίχμιο μιας φασματικής και απόκοσμης πραγματικότητας – αυτής που μας περιβάλλει. Το νέο του βιβλίο «Σε ποιον ανήκει η κόλαση» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο, αποτελείται από μικρές ιστορίες που συνθέτουν «μια μεγάλη εικόνα της χώρας και των ανθρώπων της τα τελευταία διακόσια χρόνια». Η έκδοσή του αποτέλεσε μια καλή ευκαιρία για να μιλήσουμε μαζί του για τη συγγραφή, τη λογοτεχνία, αλλά και όλα εκείνα που απασχολούν τον σύγχρονο άνθρωπο.

Πώς ξεκίνησε η σχέση σας με τη συγραφή; Αν δεν ήσασταν συγγραφέας τι θα θέλατε να είστε;

Ειλικρινά δεν γνωρίζω. Μεγάλωσα σε μια οικογένεια που εκτιμούσε τις επιστήμες σ’ αντίθεση με τις τέχνες που θεωρούνταν μάλλον πάρεργο. Υπήρχε όμως αρκετή ελευθερία ώστε να μπορεί ο καθένας από μας να σπάσει τα μούτρα του στη ζωή με όποιον τρόπο επιθυμούσε. Παραδόξως ανακάλυψα τη γοητεία να λέει κανείς ιστορίες, ήδη από μικρός και δεν το μετάνιωσα. Ήξερα από τότε πως αυτό ταιριάζει σε μένα, γιατί ήταν το μόνο που κρατούσε το ενδιαφέρον μου άσβεστο. Για να είμαι ειλικρινής από τότε που ήμουν παιδί ως και σήμερα που κοντεύω τα πενήντα, οι ιστορίες μου, είναι τα μόνο που ξεκινάω και δεν παρατάω στα μισά. Όσο για το τι θα ήθελα να ήμουν αν δεν ήμουν συγγραφέας, θα μπορούσα να το απαντήσω όταν ολοκληρώσω τον κύκλο μου ως συγγραφέας. Είμαι ακόμη στα μισά, για την ώρα δεν μπορώ να με φανταστώ ως κάτι άλλο. 

Εμφανιστήκατε στην ελληνική λογοτεχνία το 2001, σε ηλικία 31 ετών, με τη νουβέλα «Η συνάντηση». Ανατρέχοντας πίσω σε όλα αυτά τα χρόνια, τι θα λέγατε πως είναι αυτό που σας έκανε να μην παρατήσετε ποτέ το γράψιμο; 

Μάλλον δεν βρήκα έκτοτε κανέναν καλύτερο τρόπο να εκφράσω όσα μ’ απασχολούν και άρα να υπερασπιστώ με αξιοπρέπεια την ανθρωπινότητά μου. Έπειτα μ’ αρέσει πραγματικά η διαδικασία της γραφής. Προϋποθέτει μια ιαματική μοναχικότητα που εμπεριέχει νόημα καθώς σκοπεύει στην επικοινωνία και όχι στον αναχωρητισμό, και ταυτόχρονα προσφέρει (σε μένα τουλάχιστον) πνευματική, για να μη πω και σωματική, ευεξία. Ναι, τώρα που το σκέφτομαι, το γράψιμο, αποτελεί πέραν όλων των άλλων, ένα είδος σωτήριας αποτοξίνωσης για μένα. 

Το τελευταίο σας βιβλίο, «Σε ποιον ανήκει η κόλαση», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, αποτελείται από σύντομες ιστορίες που διατρέχουν την ελληνική πραγματικότητα των τελευταίων 200 χρόνων. Πως σας γεννήθηκε η αρχική ιδέα και ποια ήταν η ανάγκη που σας οδήγησε να γράψετε κάτι τέτοιο; 

Χρόνια τώρα γράφω μικρές ιστορίες που αποθηκεύω σε έναν φάκελο με τον τίτλο: «βιβλία που θα γράψω αν ζήσω πεντακόσια χρόνια». Ξέρω ακούγεται αστείο, αλλά αυτό είναι. Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς και γιατί ξεκίνησε όλο αυτό, αλλά όταν πια ο αριθμός των ιστοριών κόντευε τις τριακόσιες, άρχισα να αναρωτιέμαι τι να κάνω με τόσο υλικό. Η απάντηση μου ήρθε από τις ίδιες τις ιστορίες. Είχα μπροστά μου εκατοντάδες ψηφίδες που με όποια σειρά κι αν έμπαιναν η μία δίπλα στην άλλη, δημιουργούσαν με κάποιο μαγικό τρόπο μια μεγάλη εικόνα της χώρας και των ανθρώπων της τα τελευταία διακόσια χρόνια. Δηλαδή του κόσμου μου, του κόσμου μας. Διάλεξα 162 για το «Σε ποιον ανήκει η κόλαση». Τώρα οι ιστορίες είναι πια πεντακόσιες και ελπίζω κάποτε να δημοσιευτούν όλες μαζί. Θα μου άρεσε να τις δω κάποτε συγκεντρωμένες στο χαρτί.   

Το προηγούμενο βιβλίο σας, το «Ίσως την επόμενη φορά», γραμμένο το 2017, αποτελεί μία ερωτική ιστορία ειπωμένη δύο φορές, τόσο από την πλευρά του άνδρα, όσο και της γυναίκας, που ταυτόχρονα παρεισφρέει και σε όψεις της κοινωνικής πραγματικότητας – ανεργία, οικονομική κρίση, μεταναστευτικό. Ο έρωτας είναι κάτι που βοηθάει ή δυσχεραίνει κάποιον στο να αντιληφθεί καλύτερα την κοινωνική πραγματικότητα που μας περιβάλλει; 

Ειλικρινά δεν ξέρω κατά πόσο ο έρωτας βοηθάει ή δυσχεραίνει την αντιληπτικότητα μας ως προς το ποιοι είμαστε ή σε ποιον κόσμο ζούμε. Αυτό που ξέρω όμως είναι πως όλοι έχουμε ανάγκη από αποδοχή, αγκαλιές, τρυφεράδα και αγάπη. Ο έρωτας για κάποιον ή κάτι, αποτελεί κατά κάποιο τρόπο, μια δήλωση διαθεσιμότητας, μια υπέρβαση του εγώ, που απ’ όσο ξέρω απ’ την εμπειρία μου είναι ο μόνος τρόπος να παραμείνεις ανθρώπινος. Η απουσία του είναι καταστροφική, είναι από τα λίγα πράγματα για τα οποία είμαι σίγουρος. 

Ο φασισμός ως πρακτική και ρητορική βλέπουμε να επανεμφανίζεται στην κοινωνία μας, αλλά και στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης με διάφορους τρόπους. Τι σημαίνει φασισμός για εσάς και με ποιο τρόπο πιστεύεται αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά;

Το ζήτημα είναι σύνθετο και ασφαλώς ξεπερνάει τις δυνατότητες αυτής της κουβέντας. Πράγματι η Δημοκρατία μοιάζει να αποδυναμώνεται τα τελευταία χρόνια. Οι δυτικές κοινωνίες, ή τουλάχιστον μεγάλα κομμάτια τους, όλο πιο συχνά στις μέρες μας, εκδηλώνουν την απογοήτευση και τον φόβο τους, για το που πηγαίνει ο κόσμος μας με τρόπο φοβικό σε ότι έχει να κάνει με δικαιώματα, ανοχή στη διαφορετικότητα και την έμπρακτη αλληλεγγύη. Φυσικά δεν πρωτοτυπούν. Ή θα αναλάβουμε έγκαιρα τις ευθύνες μας δίχως να περιμένουμε άμεσα ανταλλάγματα και θα αντιμετωπίσουμε το φαινόμενο επενδύοντας στην κοινωνική δικαιοσύνη, στον περιορισμό του καταναλωτισμού, στην φροντίδα του περιβάλλοντος, στον μετριασμό των εθνικισμών, και όλα όσα γεννά ή οξύνει ο ύστερος καπιταλισμός ή θα βυθιστούμε για τα καλά στην απάθεια και τον παραλογισμό ώσπου μια μέρα θα ξυπνήσουμε πάνω από την άβυσσο, όπως τόσοι και τόσοι προηγούμενοι από μας.

Ένας από τους σημαντικότερους Αμερικανούς συγγραφείς του 20ου αιώνα, ο Γουίλιαμ Φώκνερ, έλεγε πως «για να γίνει κανείς συγγραφέας χρειάζεται 99% ταλέντο, 99% πειθαρχία και 99% δουλειά». Συμφωνείτε; 

Μάλλον ναι, αλλά θα άλλαζα κάπως τη σειρά. Βάζοντας μπροστά την πειθαρχία, έπειτα τη δουλειά και στο τέλος το ταλέντο. 

Ο Μαγιακόφσκι, με τη σειρά του, έλεγε πως «η τέχνη δεν είναι ένας καθρέφτης που αντανακλά τον κόσμο, αλλά ένα σφυρί για να τον διαμορφώσει». Με αυτή την έννοια, ένας συγγραφέας έχει μεγαλύτερη υποχρέωση από άλλους να αρθρώνει πολιτικό λόγο;

Με κάθε σεβασμό, κάτι τέτοιες μεγάλες κουβέντες δεν μ’ αρέσουν ειδικά αν πληρώνεσαι από την εξουσία για να τις εκστομίζεις, όπως συχνά έκανε ο κατά τα άλλα καλός Σοβιετικός ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Κακά τα ψέματα, οι περισσότεροι συγγραφείς, αυτοί τουλάχιστον που δεν διαθέτουν χαρτοφυλάκιο, δεν έχουν καμιά δύναμη πέρα από τα γραπτά τους. Έπειτα ένας συγγραφέας στις μέρες μας, όσο διάσημος ή σημαντικός κι αν είναι, μοιάζει ασήμαντος μπροστά σε έναν σταρ του ποδοσφαίρου, της μουσικής βιομηχανίας ή του κινηματογράφου. Δεν πρόκειται για τίποτα καινούργιο, τα ίδια γίνονταν από την εποχή που λειτουργούσε το Κολοσσαίο. Τέλος πάντων. Αν πρέπει να πω κάτι, αυτό είναι πως δουλειά των συγγραφέων, δουλειά κάθε δημιουργού εν τέλει, είναι να παραμένουν ανικανοποίητοι με την πραγματικότητα, να την αντιμάχονται, ως κάτι ατελές, κι αν γίνεται να διατηρούν μέσα τους ανεξάρτητα της δημοτικότητας τους, ένα αίσθημα ευθύνης ως προς τον τρόπο που χρησιμοποιούν, τη μικρή ή μεγάλη δεινότητα τους να εκφράζουν το ανείπωτο της ύπαρξης. Η υπενθύμιση πως απ’ τη μέρα της γέννησης μας ως το θάνατο μας κολυμπάμε σε έναν ωκεανό όπου βασιλεύει η έλλειψη νοήματος είναι αρκούντως πολιτική. Τα υπόλοιπα είναι καθαρή προπαγάνδα και δεν τα πάω καλά ούτε με τις βεβαιότητες ούτε με τις στρατεύσεις. 

Πηγή: Literature.gr