Μετά-μυθοπλασίες που ακροβατούν μεταξύ της καταγγελίας και της προσωπικής κραυγής [Κωνσταντίνος Τζαμιώτης]

Εάν το παρόν διέθετε ευκρινή όρια, αν έστω ευθυγραμμιζόταν με το τώρα του καθενός, θα αρκούσε μια σχετικά λεπτομερή περιγραφή για να αναδειχθεί σε μια υποκειμενική μα πλήρη θεώρηση αυτού που όντως υπάρχει. Εάν πάλι, αποτελούνταν αποκλειστικά από γεγονότα που συντελούνται σε πραγματικό χρόνο και δεν ολίσθαινε, πότε προς τα μπρος και πότε προς τα πίσω, άλλοτε καταβροχθίζοντας κομμάτια ενός αβέβαιου παρελθόντος και άλλοτε ξερνώντας προβολές κάποιου πιθανού μέλλοντος, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι όλοι ανεξαιρέτως, στον βαθμό που αναλογεί στον καθένα, θερμαίνουμε τη μήτρα της Ιστορίας.

Ανίκανοι ωστόσο να διανύσουμε μέχρι τέλους τις διαδρομές που μας αναλογούν και να εξετάσουμε επί της ουσίας όσα απ’ τα τεκταινόμενα αξιώνουν την προσοχή μας, καταφεύγουμε στις γενικεύσεις. Αυτούς τους απλουστευτικούς και βολικούς για τον καθημερινό νου εγκιβωτισμούς, που αγνοούν προκλητικά την έννοια της πτύχωσης παρουσιάζοντας έναν λείο, απαλλαγμένο από περιπλοκότητες αντιφάσεις και μυστήριο, κόσμο. Και όμως, παρά τις περιοριστικές αυτές ερμηνείες, ο κόσμος επιμένει να εμφανίζεται το ίδιο σχετικός και ρευστός όπως ήταν ανέκαθεν. Κόντρα σε κάθε σειριακή αφήγηση, λοξοδρομεί, επιταχύνει, αναδιπλώνεται, επαναλαμβάνεται, χωρίς ξεκάθαρο προορισμό. Αγάλματα γκρεμίζονται απ’ τα βάθρα τους ξανά, σύνορα αμφισβητούνται εκ νέου, ιερές μέχρι πριν λίγο αξίες και δόγματα συκοφαντούνται και αντικαθίστανται, το παλιό οπτιμιστικό μοντέλο περί αέναης ανάπτυξης και ευημερίας, απλά εγκαταλείφθηκε ως ζημιογόνο, ως κι αυτό το φαντασιακό θέσπισμα περί Ευρώπης μοιάζει πια ξεπερασμένο. Οι διαψεύσεις ακολουθούν η μία την άλλη, τελειωμό δεν έχουν, ο παλιός κόσμος θρυμματίζεται σε άπειρα δυσδιάκριτα κομμάτια που δεν βγάζουν ακόμη νόημα όσο και αν προσπαθήσει κάποιος να τα ενώσει.

Και οι αντιλήψεις μας; Tα δοκάρια του κοινωνικού εποικοδομήματός μας πάνω στα οποία στηρίξαμε την ιδέα μας για τον κόσμο; Κι αυτές θύματα των αλλαγών.

Πάρτε την έννοια της βίας για παράδειγμα. Δύσκολο να βρεθεί κάποιος που να μην έχει να πει δυο λόγια για το τι πράμα μιλάμε όταν μιλάμε για αυτήν. Παρά τις όποιες διαφορές μας, εύκολα θα καταλήγαμε σε έναν κοινώς αποδεκτό ορισμό. Ή μήπως όχι; 

Ας προσπαθήσουμε να εξετάσουμε το ζήτημα με ένα παράδειγμα: Η είδηση πως κάποιος επιτέθηκε σε μια έγκυο γυναίκα την οποία χτύπησε με μανία στη κοιλιά με σκοπό την ληστεία, αναμφίβολα προκαλεί αγανάκτηση στον καθένα. Ακόμη και αν ο μανιακός ληστής στην απολογία του υποστήριζε πως όσα έκανε τα έκανε διότι δεν είχε άλλο τρόπο να ζήσει, δύσκολα θα αποσπούσε την συμπάθεια μας. Στο ερώτημα, μάλιστα, τι είδους τιμωρία αναλογεί σε μια τόσο φρικτή πράξη, πολλοί, ακόμη και μετριοπαθείς, θα εκστόμιζαν ακραίες απόψεις.

Ας υποθέσουμε τώρα πως η αμέσως επόμενη είδηση, έχει να κάνει με μια εγκυμονούσα υπάλληλο η οποία (χάρη σε μια σειρά από ευεργετικά για την εργοδοσία νομοθετήματα) χάνει τη θέση της και οδηγείται στην ανεργία μόλις γίνεται γνωστή η εγκυμοσύνη της. Αν και η ίδια υποστηρίζει πως η απόλυση της ισοδυναμεί με φόνο του παιδιού που κυοφορεί, αφού σκέφτεται σοβαρά το ενδεχόμενο της έκτρωσης καθώς δεν διαθέτει άλλους πόρους πέρα από το μισθό της, ελάχιστοι θα σκέφτονταν πως ο ανάλγητος εργοδότης, οφείλει να διωχθεί ως φονιάς ενός αγέννητου παιδιού. Η εντολή απόλυσης είναι μεν ηθικά ελέγξιμη, μα μοιάζει απαραίτητη, αν όχι και δικαιολογημένη, υπό το πρίσμα του δικαιώματος του να πληρώνει μόνο εκείνους τους υπαλλήλους που του εξασφαλίζουν με την παραγωγικότητά τους την διατήρηση και αύξηση των κερδών του.

Κάτι τέτοιες στιγμές μας έρχεται στο νου εκείνη η φράση του Μπρεχτ για το κατά πόσο η ληστεία μιας τράπεζας είναι μεγαλύτερο έγκλημα από την ίδρυση της.

Το θέμα αναμφίβολα παραμένει επίκαιρο.

Ανέτοιμοι να αντικρίσουμε κατάματα την εξωφρενική ποικιλία των επιπτώσεων της κυρίαρχης ιδεολογίας των ημερών μας, του οικονομισμού, επιμένουμε να αναγνωρίζουμε τη βία στις πιο εξόφθαλμες εκφάνσεις της, παραβλέποντας τις λεπτότερες ή πιο εκλεπτυσμένες αποχρώσεις που αποκτά μέρα με την μέρα.

Όπως ο συντηρητικός παρατηρητής αποδίδει την βίαιη συμπεριφορά των νέων, αποκλειστικά στα videogames, τον κινηματογράφο και τις μουσικές υποκουλτούρες, δίχως να συμπεριλαμβάνει στο κατηγορητήριο του, τους κατεξοχήν υπεύθυνους, τους επενδυτές που κινούν με τα κεφάλαια τους τη βιομηχανία του θεάματος, έτσι και μεις, δέσμιοι της περιορισμένης ατομικής μας οπτικής, αρνούμαστε να δεχτούμε πως οι παλιές εξηγήσεις δεν αρκούν πλέον. Η μαζικότητα, ωστόσο, με την οποία στις μέρες μας συντρίβονται οι ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων, επιβάλλει να επανεξετάσουμε και ίσως να επαναδιατυπώσουμε το τι συνιστά βία και τι όχι. Θα είναι μια αρχή.

Το στερεότυπο του μνησίκακου τρομοκράτη, του κυνικού βάνδαλου, του λωποδύτη με το όπλο στη ζώνη, του ανεγκέφαλου ρατσιστή, αποτυπώνουν πια ένα μικρό τμήμα των βιαιοτήτων που υφίστανται όλο και περισσότεροι.

Παρακολουθούμε ένα διαρκώς διογκούμενο και εν δυνάμει επικίνδυνο φαινόμενο, μια δυστοπία γιγαντιαίων διαστάσεων. Το κοινωνικό σώμα μεταλλάσσεται, αποδιοργανώνεται, κυρίως διαιρείται, μέρα με τη μέρα αποκτά όλο και περισσότερα γνωρίσματα διάσπασης συρόμενο σε μια οπισθόδρομη πορεία. Τα στάδια τούτης της διαδρομής είναι γνωστά. Από το σύνολο στις τάξεις, κατόπιν στις συντεχνίες και από εκεί (εφόσον δεν ανακοπεί έγκαιρα αυτή η πορεία) στο έσχατο σημείο κατακερματισμού, τις μικρές ομάδες ομοίων και τέλος το άτομο. Πρόκειται για αδιέξοδο, σε έναν γριφώδη λαβύρινθο απ’ τον οποίο οποιοσδήποτε πλην του σχεδιαστή θα δυσκολευόταν να βρει την έξοδο. Και εμείς, έχει ειπωθεί ήδη, δεν διαθέτουμε κανενός είδους πλοηγό. 

Αν πριν από μερικές δεκαετίες οι προβλέψεις για το τέλος της Ιστορίας διέθεταν στρατιές πρόθυμων υποστηρικτών, σήμερα, δεν είναι λίγες οι φωνές που κάνουν λόγο για πλήρη αντιστροφή των δεδομένων και επιστροφή στο παρελθόν. Το ενδιαφέρον είναι πως εμφανίζουν εξίσου εντυπωσιακά ποσοστά αποδοχής. Η ενδυνάμωση των αυτονομιστικών και εθνικιστικών κινημάτων, οι εμφύλιοι πόλεμοι που συνεχίζονται, τα αιτήματα απόσχισης, οι στρατιές των ξεριζωμένων, τα εκατομμύρια των νεόπτωχων στην αναπτυγμένη Δύση, όχι μόνο δεν εξαλείφθηκαν μα πολλαπλασιάζονται με ανατριχιαστικούς ρυθμούς. Η Παγκοσμιοποίηση, αυτός ο θρίαμβος των αγορών, παρά τους πανίσχυρους μηχανισμούς ομογενοποίησης που έθεσε στην υπηρεσία της, δεν κατάφερε να κάμψει τις τοπικές ιδιαιτερότητες και παραδόσεις, που επιστρέφουν δριμύτερες. Κάποιοι αρχίζουν να μετρούν ζημιές, άλλοι κάνουν λόγο για μη αναστρέψιμη κατάσταση. Ούτε αυτό είναι καινούριο.

Κοντολογίς, ο κόσμος μοιάζει να πλησιάζει στα όρια του. Μικροί μέσα στην καθημερινότητά μας, κανονικές αμοιβάδες απέναντι στα κοσμογονικά συμβάντα των τελευταίων χρόνων, το μόνο που μας απομένει είναι να επιλέξουμε (όσο μας επιτρέπεται ακόμη) ανάμεσα στην ψευδαίσθηση της ασφάλειας που προσφέρει η απόσυρση στο μικρόκοσμο μας ή να δοκιμάσουμε να εκφράσουμε την αντίθεση μας. Ειδάλλως η Ιστορία θα συνεχίσει να κυλάει ανεξάρτητα από τη θέλησή μας και πάντα σε βάρος μας. Ο μεγάλος «επιζώντας» του Κανέτι για μια ακόμη φορά προβάρει (κάπου στα παρασκήνια για την ώρα) τον σωτήριο και καθαρτήριο λόγο του με τον οποίο φιλοδοξεί να αναλάβει τον κυρίαρχο ρόλο. Και τούτη τη φορά ίσως το πετύχει ευκολότερα από όσο πιστεύουμε.

Ο Παναγιώτης Κολέλης μοιάζει να τα έχει σκεφτεί όλα αυτά και επιμένει να δημιουργεί μετά-μυθοπλασίες που ακροβατούν μεταξύ της καταγγελίας και της προσωπικής κραυγής. Η λογοτεχνία άλλωστε ποτέ δεν αποτελούσε αποκλειστικό πεδίο έκφρασης εκείνων που ενδιαφέρονται κυρίως για την αισθητική ή τη γλώσσα. Είναι μια τέχνη που προσφέρεται για παρέμβαση, χώρος δράσης τολμηρών αμφισβητιών που πιστεύουν πως κάθε λέξη που γράφεται οφείλει να εκκινεί, μυστικά έστω, υποσυνείδητα, όπως θέλετε πείτε το, από την επιθυμία πως αυτός ο κόσμος μπορεί και πρέπει να γίνει λίγο καλύτερος. Ναι, ξέρω μεγάλες κουβέντες… τι χάνουμε όμως να συνεχίσουμε να προσπαθούμε;

*Το παραπάνω κείμενο αποτελεί το Επίμετρο του βιβλίου.