Συνομιλία με το φάντασμα του πατέρα

Νίκος Παναγιωτόπουλος, «Ολομόναχος», Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2018, Σελ. 104

Πρόσφατα κυκλοφόρησε ένα βιβλίο που συνοπτικά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «μια αναμέτρηση που άργησε πολύ».

Είναι φορές που ό,τι και να κάνεις αισθάνεσαι πως είναι πολύ λίγο, ακόμα κι αν το κάνεις με συνέπεια και επιμονή για χρόνια. Αυτό είναι το συνηθέστερο συναίσθημα ενός γονιού: να σκέφτεται διαρκώς αν αυτό που δίνει στα παιδιά του αρκεί, παρότι ξέρει βαθιά μέσα του πως ποτέ δεν αρκεί…

Το βιβλίο χαρακτηρίζεται «αυτοβιογραφική προφητεία», καθώς δεν είναι απλώς μια εξιστόρηση της ζωής του πατέρα του συγγραφέα, αλλά η εξιστόρηση μιας σχέσης, αυτής του γονέα – παιδιού, η οποία μπορεί να στοιχειώσει ή να φωτίσει τις μελλοντικές σχέσεις του ενήλικου παιδιού, όταν ο γονιός δεν θα βρίσκεται στη ζωή.

Ο Νίκος Παναγιωτόπουλος είναι γονιός και για να μπορέσει να αφουγκραστεί τα δικά του συναισθήματα και να κατανοήσει τα λάθη του προτού αυτά συμβούν –αλήθεια, μπορούμε πάντα να αποτρέψουμε ένα λάθος;– έγραψε τον «Ολομόναχο». Ενα βιβλίο στέρεο, συμπαγές και ευαίσθητο, αλλά και αιχμηρό εκεί που πρέπει, εκεί που το παιδί θέλει να ξεσπάσει και να πει όσα δεν πρόλαβε να πει.

«Πάνε κιόλας δέκα χρόνια που πέθανε ο πατέρας», μαθαίνουμε. «Πέθανε, αλλά δεν έφυγε». Και επειδή δεν έφυγε, γράφτηκε αυτό το βιβλίο. Μία ενδοσκόπηση και καταβύθιση σε σκέψεις, προβληματισμούς και αναμνήσεις που «έφυγαν, αλλά δεν πέθαναν». Ο Νίκος συνομιλεί με το φάντασμα του πατέρα του, αγκαλιάζοντας με κατανόηση και τρυφερότητα ένα μυστικό που σκίαζε και υπονόμευε τη σχέση τους για χρόνια.

Από τα παιδικά χρόνια του πατέρα τού Νίκου στο χωριό, τον ερχομό του στο Χαλάνδρι, την εργατικότητά του και τη μετέπειτα μονιμοποίησή του στον ΟΤΕ, τη στρατιωτική θητεία του και τη γνωριμία του με τη μάνα τού Νίκου, μέχρι τη φυλάκισή του για δύο χρόνια – μια φυλάκιση που τον άλλαξε πολύ. Τουλάχιστον αυτό πίστευε η μάνα του Νίκου, γι’ αυτό και τον περίμενε.

«Το όμορφο τσογλανάκι είχε μεταμορφωθεί σε έναν σοβαρό και μετρημένο άντρα». Ισως, βέβαια, αυτό ο «σοβαρός και μετρημένος άνδρας» δεν ήταν παρά ένας άνθρωπος που είχε χάσει το θάρρος του, το κέφι του για τη ζωή, την ενσυναίσθησή του απέναντι στους ανθρώπους. Ισως απλώς να είχε μετατραπεί σε έναν ηττημένο άνθρωπο, σε έναν άνθρωπο που ήθελε να έχει πάντα δίκιο. Οπως λέει και ο συγγραφέας: «ίσως η μεγαλύτερη ανακάλυψη που έγινε ποτέ να μην είναι ο τροχός, αλλά οι τοίχοι […] Οι τέσσερις τοίχοι μέσα στους οποίους μπορείς κρυφά απ’ όλους να έχεις πάντα δίκιο».

Ο «Ολομόναχος» δεν είναι εύκολο βιβλίο, γιατί μιλάει για μία σχέση περίεργη, απαιτητική και ατελέσφορη. Η σχέση πατέρα – γιου, και γενικότερα γονιού – παιδιού, περνά από συνεχείς δοκιμασίες. Είναι μια σχέση που διαμορφώνεται και εξελίσσεται συνεχώς, μια σχέση που σαν χαίνουσα πληγή αιματώνει με ελλείψεις και φιλοδοξίες τις επόμενες σχέσεις του ίδιου του παιδιού. Η στωικότητα και το απαράμιλλο σθένος με τα οποία αντιμετωπίζει αυτή τη σχέση ο Νίκος στο βιβλίο του έφεραν ασυναίσθητα στην επιφάνεια τις αναμνήσεις μου από τον δικό μου νεκρό πατέρα.

Από τη «γραφειοκρατία του θανάτου», «τα όλο συμπόνια βλέμματα», την «εκταφή» και την «παράτασή» της, μέχρι τη «φωτογραφία για το μνήμα». Αυτή τη φωτογραφία που ο Νίκος δεν κατάφερε ποτέ να βγάλει, εγώ την είχα βγάλει σε μια ταβέρνα λίγες μέρες πριν «φύγει». Αλλά αυτό δεν αφορά κανέναν, παρότι αποτελεί αδιάψευστο τεκμήριο για τη δυνατή και διεισδυτική γραφή του συγγραφέα.

Ολομόναχοι, λοιπόν. Ετσι ερχόμαστε σε αυτόν τον κόσμο και έτσι φεύγουμε. Κάποιες φορές με μεγαλύτερο κέφι γι’ αυτά που καταφέραμε και κάποιες με απογοήτευση γι’ αυτά που θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει και δεν κάναμε. Αν και μετά από αυτό το βιβλίο, ίσως καταλάβουμε πως δεν έχει νόημα τι θα καταφέρεις, αλλά τι σχέσεις θα δημιουργήσεις – με τους γονείς σου, τους φίλους σου, τα παιδιά σου, με τους άγνωστους που συναντάς τυχαία και από τους οποίους δεν έχεις να περιμένεις κανένα όφελος.

Γιατί καλό είναι να είσαι «ένας ήρωας που τα βάζει με όλο τον κόσμο», αλλά με τον σωστό κόσμο και τον σωστό αντίπαλο. Αν και γνωρίζουμε πως υπάρχουν «αντίπαλοι» που δεν μπορείς να αποφύγεις. Σαν τον πατέρα και τη μάνα. Αντίπαλοι με τους οποίους δεν υπάρχει νίκη ή ήττα, μόνο «ωρίμανση των συνθηκών», που θα μας κάνει να πατήσουμε πιο στέρεα στα πόδια μας και να δεθούμε με «εκείνο το σχοινί που δένει τα μέλη μιας ορειβατικής ομάδας μεταξύ τους».

Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών