Ο Παναγιώτης Κολέλης τοποθετεί στο επίκεντρο της λογοτεχνίας του την πολιτική, επικυρώνοντας με αυτό τον τρόπο την εμπεδωμένη πίστη ότι η μυθοπλασία αποτελεί έναν από τους τρόπους να συλλογιζόμαστε, να διερευνούμε και να αποκαλύπτουμε όψεις της κοινής ανθρώπινης εμπειρίας στο όριο όπου συναντιούνται το προσωπικό με το συλλογικό, το ιστορικό με το επίκαιρο, η ψυχολογία με την προφάνεια του γεγονότος.
Το σημαντικότερο σε αυτή την προσπάθεια -και το πιο επικίνδυνο για αμφότερα τα ανύσματα της γραφής: και για το άνυσμα της πολιτικής, και για το άνυσμα της μυθοπλασίας- είναι ακριβώς να μην χαθεί εκείνη η ευεργετική διαφορά που κάνει ένα αφήγημα να τοποθετείται στην χωρεία της τέχνης, στον κόσμο της λογοτεχνίας, διαχωρίζοντάς το από την πολιτική αλληγορία, την στρατευμένη τέχνη ή -στο άκρο του ορίζοντα που εξετάζουμε- την προπαγάνδα.
Ο Παναγιώτης Κολέλης αποφεύγει αυτή την παγίδα κατασκευάζοντας μια μεταφορά η οποία του επιτρέπει να σχολιάσει την τρέχουσα συνθήκη ζωής στη σύγχρονη Ελλάδα, να διερωτηθεί για το πώς μπορεί κανείς να κατανοήσει τις συνθήκες που την διαμορφώνουν, και -εντέλει- με ποιον τρόπο θα μπορούσε κανείς να φανταστεί έναν τρόπο να δράσει, ή να σκεφτεί παρεμβατικά για το μέλλον.
Οι λογής μανιχαϊσμοί στο βιβλίο του: πλούσιοι – φτωχοί, ενήλικες – ανήλικοι, γονείς – παιδιά, Αριστεροί – Δεξιοί, μολονότι θα μπορούσαν να θεωρηθούν απλουστευτικοί, εντούτοις, στο σύμπαν του Παναγιώτη Κολέλη, ανάγονται σε μεταφορές για κοινωνικές δυνάμεις, συμφέροντα και πολιτικές ρητορικές και έτσι ξεπερνούν την προσχηματικότητα. Επίσης, αντανακλούν, έναν κόσμο που -όντως- διαχειρίζεται τον πολιτικοκοινωνικό διάλογο μέσα από τέτοιους δυαδικούς διαχωρισμούς ανάμεσα στο «εμείς» και το «εκείνοι».
Το αποτέλεσμα στο βιβλίο που μας παραδίδει ο συγγραφέας, είναι η ανάπτυξη ενός πλέγματος ανταγωνισμών που τροφοδοτούν την πλοκή και κινητοποιούν τη σκέψη του αναγνώστη, ο οποίος αισθάνεται ότι διαβάζει διαρκώς «ανάμεσα» ή «πίσω» από τις λέξεις και τα τεκταινόμενα.
Κάπως έτσι επέρχεται η αλλαγή. Κάποιος κάνει την αρχή και ύστερα ακολουθούν και οι άλλοι. Το θέμα είναι να γίνει η αρχή, που θα αποτελέσει τη μετάβαση προς μία νέα ζωή, χωρίς βασιλιάδες και αξιωματικούς. Σ’ αυτή τη νέα ζωή, τα πιόνια δε θα στρέφονται σε άλλα πιόνια και όλα μαζί ενωμένα θα φτιάξουν ένα νέο κόσμο, τον κόσμο της Δικαιοσύνης και της Ελευθερίας. Αυτή η τελευταία, όσες φορές και να την κάψουμε, πάντα θα στέκει έτοιμη ν’ ανθίσει μέσα από τις στάχτες της ξανά. Σύμμαχος και οδηγός μας. Ή καλύτερα συνοδοιπόρος μας. Οδηγούς δε θα έχει αυτό το ταξίδι. Οδηγοί θα είμαστε όλοι…
Η παραπάνω παράγραφος θα μπορούσε να συνοψίσει την αφετηρία και την κατάληξη της σκέψης Παναγιώτη Κολέλη. Είναι μια έκκληση χειραφετική και ιδεαλιστική, όπως ταιριάζει στην ορμή ενός νέου συγγραφέα. Την χρειαζόμαστε αυτή την αισιόδοξη δύναμη. Επιζητούμε σε κάθε γενιά την ανανέωσή της. Είναι αυτή η βλέψη προς τα εμπρός που ζωογονεί κάθε φορά εκ νέου τη λογοτεχνία, επιτρέποντάς της να επιστρέφει στα θεμελιώδη, ανθρώπινα, επαναδιατυπωμένα ερωτήματα. Είναι, τέλος, ετούτο το διαρκές αίτημα που εξακολουθεί να επιζητεί την οργανική σύνδεση όλων των εκδοχών της ζωής σε ένα νόημα που δεν θα αφήνει ανεκπλήρωτη την ελευθερία να αλλάξουμε τον εαυτό μας, αν ποτέ το θελήσουμε…
*Το παραπάνω κείμενο αποτελεί το Επίμετρο του βιβλίου.